στρεψοδικέω: Difference between revisions

From LSJ

ἄνθρωποι κενεῆς οἰήσιος ἔμπλεοι ἀσκοί → oh men, wineskins full of empty opinion

Source
(Bailly1_4)
(6)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />pervertir la justice.<br />'''Étymologie:''' [[στρέφω]], [[δίκη]].
|btext=-ῶ :<br />pervertir la justice.<br />'''Étymologie:''' [[στρέφω]], [[δίκη]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''στρεψοδῐκέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[δίκη]]), [[διαστρέφω]] το [[ορθό]], το αληθές, το [[δίκαιο]], [[μεταχειρίζομαι]] σοφιστικά τεχνάσματα, σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 20:00, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρεψοδῐκέω Medium diacritics: στρεψοδικέω Low diacritics: στρεψοδικέω Capitals: ΣΤΡΕΨΟΔΙΚΕΩ
Transliteration A: strepsodikéō Transliteration B: strepsodikeō Transliteration C: strepsodikeo Beta Code: streyodike/w

English (LSJ)

   A twist or pervert the right, Ar.Nu.434.

German (Pape)

[Seite 954] das Recht verdrehen, Ar. Nub. 433.

Greek (Liddell-Scott)

στρεψοδῐκέω: διαστρέφω, μεταβάλλω, τροποποιῶ τὸ ὀρθὸν, Ἀριστοφ. Νεφ. 435· καὶ στρεψοδῐκοπᾰνουργία, ἡ, πανουργία ἐν τῇ διαστοφῇ τοῦ δικαίου, ὁ αὐτ. ἐν Ὄρν. 1468, ἴδε στρεφοδικοπανουργία.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
pervertir la justice.
Étymologie: στρέφω, δίκη.

Greek Monotonic

στρεψοδῐκέω: μέλ. -ήσω (δίκη), διαστρέφω το ορθό, το αληθές, το δίκαιο, μεταχειρίζομαι σοφιστικά τεχνάσματα, σε Αριστοφ.