εἰσεῖδον: Difference between revisions

From LSJ

ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν μοι οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ ἀλλ' ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς → I am the light of the world; he that followeth me shall not walk in darkness but shall have the light of life (John 8:12)

Source
(10)
(4)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=εἰσεῑδον και εἴσιδον (Α)<br />αόρ. του ρ. [[εισορώ]].
|mltxt=εἰσεῑδον και εἴσιδον (Α)<br />αόρ. του ρ. [[εισορώ]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εἰσεῖδον:''' Επικ. <i>-ίδον</i>, χρησιμ. ως αόρ. βʹ του [[εἰσοράω]].
}}
}}

Revision as of 20:00, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰσεῖδον Medium diacritics: εἰσεῖδον Low diacritics: εισείδον Capitals: ΕΙΣΕΙΔΟΝ
Transliteration A: eiseîdon Transliteration B: eiseidon Transliteration C: eiseidon Beta Code: ei)sei=don

English (LSJ)

Ep. εἴσῐδον and in Med. form εἰσῐδόμην,

   A v. εἰσοράω.

German (Pape)

[Seite 742] s. εἰσοράω.

Greek (Liddell-Scott)

εἰσεῖδον: Ἐπ. εἴσῐδον καὶ ἐν τῷ μέσ. τύπῳ εἰσῐδόμην, ἴδε ἐν λ. εἰσοράω.

French (Bailly abrégé)

v. εἰσοράω.

English (Autenrieth)

see εἰσοράω.

Spanish (DGE)

v. εἰσοράω.

Greek Monolingual

εἰσεῑδον και εἴσιδον (Α)
αόρ. του ρ. εισορώ.

Greek Monotonic

εἰσεῖδον: Επικ. -ίδον, χρησιμ. ως αόρ. βʹ του εἰσοράω.