ματαιοπονία: Difference between revisions

From LSJ

Λογισμός ἐστι φάρμακον λύπης μόνος → Ratio remedium est unum maestitudinis → Vernunft allein heilt Menschen von der Traurigkeit

Menander, Monostichoi, 315
(24)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[ματαιοπονία]]) [[ματαιοπονώ]]<br />άσκοπη, μάταιη [[εργασία]], άγονη και [[ανωφελής]] [[προσπάθεια]], [[χαμένος]] ή [[άδικος]] [[κόπος]].
|mltxt=η (Α [[ματαιοπονία]]) [[ματαιοπονώ]]<br />άσκοπη, μάταιη [[εργασία]], άγονη και [[ανωφελής]] [[προσπάθεια]], [[χαμένος]] ή [[άδικος]] [[κόπος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μᾰταιοπονία:''' ἡ, [[μάταιος]] [[κόπος]], που πηγαίνει στο βρόντο, σε Στράβ., Λουκ.
}}
}}

Revision as of 20:04, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰταιοπονία Medium diacritics: ματαιοπονία Low diacritics: ματαιοπονία Capitals: ΜΑΤΑΙΟΠΟΝΙΑ
Transliteration A: mataioponía Transliteration B: mataioponia Transliteration C: mataioponia Beta Code: mataioponi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A labour in vain, Str.17.1.28, Plu.2.119e, Luc.DMort.10.8.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰταιοπονία: ἡ, κόπος, μάταιος, Στράβ. 806, Πλούτ. 2. 119D, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 10. 8· ― οὕτω, ματαιοπόνημα, τό, Ἰάμβλ. ἐν Βίῳ Πυθαγ. 24.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
action de se donner une peine inutile.
Étymologie: ματαιοπόνος.

Greek Monolingual

η (Α ματαιοπονία) ματαιοπονώ
άσκοπη, μάταιη εργασία, άγονη και ανωφελής προσπάθεια, χαμένος ή άδικος κόπος.

Greek Monotonic

μᾰταιοπονία: ἡ, μάταιος κόπος, που πηγαίνει στο βρόντο, σε Στράβ., Λουκ.