θυννάζω: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ τῷ ὕψει τῶν θείων ἐντολῶν σου → but by the sublimity of thy divine commandments

Source
(17)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θυννάζω]] (Α) [[θύννος]]<br /><b>1.</b> [[χτυπώ]] τόνο με [[καμάκι]], [[καμακώνω]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[κεντρίζω]], [[κεντώ]].
|mltxt=[[θυννάζω]] (Α) [[θύννος]]<br /><b>1.</b> [[χτυπώ]] τόνο με [[καμάκι]], [[καμακώνω]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[κεντρίζω]], [[κεντώ]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''θυννάζω:''' ([[θύννος]]), μέλ. <i>-σω</i>, [[χτυπώ]] με [[καμάκι]], [[καμακώνω]], σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 20:12, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θυννάζω Medium diacritics: θυννάζω Low diacritics: θυννάζω Capitals: ΘΥΝΝΑΖΩ
Transliteration A: thynnázō Transliteration B: thynnazō Transliteration C: thynnazo Beta Code: qunna/zw

English (LSJ)

   A spear a tunny-fish, strike with a harpoon, metaph., ἐς τοὺς θυλάκους Ar.V.1087.

German (Pape)

[Seite 1225] den Thunfisch mit dem Dreizack stechen; übertr., εἴς τι, Ar. Vesp. 1087, Schol. κεντοῦντες ὡς θύννους τοῖς τριόδουσι.

Greek (Liddell-Scott)

θυννάζω: κτυπῶ διὰ «καμακίου» θύννον, «καμακώνω»· μετάφ., κεντῶ, κεντρίζω, θυννάζοντες ἐς τοὺς θυλάκους Ἀριστοφ. Σφ. 1087.

French (Bailly abrégé)

lancer le harpon contre un thon ; fig. εἴς τι contre qch.
Étymologie: θύννος.

Greek Monolingual

θυννάζω (Α) θύννος
1. χτυπώ τόνο με καμάκι, καμακώνω
2. μτφ. κεντρίζω, κεντώ.

Greek Monotonic

θυννάζω: (θύννος), μέλ. -σω, χτυπώ με καμάκι, καμακώνω, σε Αριστοφ.