δικαιολογέομαι: Difference between revisions
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
(big3_11) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=<b class="num">1</b> en cont. polít. [[pronunciar un discurso o alegato de defensa]], [[justificarse]], [[defender una causa]] μὴ δικαιολογούμενος περιγένοιτο ἡμῶν ὁ Φίλιππος Aeschin.2.21, Ῥωμαῖοι ... τὸ δικαιολογεῖσθαι ... ἀπεγίγνωσκον los romanos rechazaron estas justificaciones</i> Plb.3.21.6, cf. Agatharch.<i>Fr.Hist</i>.8, <i>IPr</i>.37.13 (II a.C.), c. giros prep. ὑπὲρ τῆς πόλεως ἀντιλέγειν καὶ πρὸς τοὺς ἥκοντας παρ' αὐτῶν δικαιολογεῖσθαι Hyp.<i>Eux</i>.20, πρὸς τοὺς ἐγκαλοῦντας τοῖς Αἰτωλοῖς Plb.4.3.12, cf. 31.12.8, ἐπὶ τοῦ κοινοῦ τῶν Αἰτωλῶν D.S.19.66, cf. <i>FD</i> 4.69.18 (I a.C.), περὶ σφῶν δικαιολογεῖσθαι defender su propia causa</i> Plb.3.20.10, περὶ τῆς νήσου πρὸς Ἀθηναίους Plu.2.230c<br /><b class="num">•</b>excep. en v. act. δικαιολογήσας ὑπὲρ τῆς πόλεως ἐν τῷ θεάτρῳ τῷ Ἐρυθραίων <i>IPr</i>.111.126 (I a.C.)<br /><b class="num">•</b>en otros cont. [[hacer un alegato de defensa]], [[defender una causa]] δικαιολογηθέντων τῶν συσκαταστάντων αὐτοῖς <i>PTor.Choachiti</i> 12.3.18 (II a.C.), cf. <i>SB</i> 4512.61 (II a.C.), Plu.2.61a, Luc.<i>Sacr</i>.3, Origenes <i>Hom</i>.14.11 <i>in Ier</i>., οἰκέτης πρὸς τὸν κύριον Teles p.6, ἐδικαιολογεῖτο πρός με defendía su causa ante mi</i> Luc.<i>Alex</i>.55, cf. D.Chr.48.10, Iambl.<i>Myst</i>.3.19, ἡδέως ἂν δικαιολογησαίμην ὑπὲρ τῶν ἐγκλημάτων, ὡς δέξαιμι ... Luc.<i>Prom</i>.4<br /><b class="num">•</b>excep. en v. act. οἱ δικαιολογοῦντες los litigantes</i>, los contendientes</i> Luc.<i>Tim</i>.11, <i>Apol</i>.12<br /><b class="num">•</b>tard. en v. pas. σκοπήσας τὰ [[ἑκατέρωθεν]] δικαιολογηθέντα examinando los alegatos de ambas partes</i>, <i>PMonac</i>.6.54 (VI d.C.).<br /><b class="num">2</b> en cont. forense y gener. [[pleitear]], [[entablar pleito o juicio]] en el tribunal, frec. c. giros prep. περὶ ... τῆς ἐγγυθήκης Lys.<i>Fr</i>.32, δικαιολογεῖσθαι καθ' ὃ δικαιότατός ἐστιν [[ἕκαστος]] αὐτῶν ἀποτυμπανισθῆναι que pleitean por cuál de ellos tiene más derecho a ser ejecutado</i> Euph.44, πρὸς τὸν θεόν M.Ant.12.5, δικαιολογηθέν των ἡμῶν κατεκρίθη ὁ ἐγκαλούμενος ἀποκαταστῆσαι τὸν ὅλμον <i>SB</i> 5238.15 (I d.C.), πλειστάκις μου δικαιολογουμένης πρὸς τοῦτον τῆς ἀποκαταστάσεως ἕνεκεν τοῦ ἐπιβάλλοντός μοι μέρους οἰκίας habiendo entablado juicio repetidas veces contra él en relación con la restitución de la parte de la casa que me corresponde</i>, <i>POxy</i>.2133.21 (III d.C.), ἕως δὲ τοῦ δικαιολογηθῆναι en tanto no se resuelva el juicio</i>, <i>PEnteux</i>.69.7 (III a.C.). | |dgtxt=<b class="num">1</b> en cont. polít. [[pronunciar un discurso o alegato de defensa]], [[justificarse]], [[defender una causa]] μὴ δικαιολογούμενος περιγένοιτο ἡμῶν ὁ Φίλιππος Aeschin.2.21, Ῥωμαῖοι ... τὸ δικαιολογεῖσθαι ... ἀπεγίγνωσκον los romanos rechazaron estas justificaciones</i> Plb.3.21.6, cf. Agatharch.<i>Fr.Hist</i>.8, <i>IPr</i>.37.13 (II a.C.), c. giros prep. ὑπὲρ τῆς πόλεως ἀντιλέγειν καὶ πρὸς τοὺς ἥκοντας παρ' αὐτῶν δικαιολογεῖσθαι Hyp.<i>Eux</i>.20, πρὸς τοὺς ἐγκαλοῦντας τοῖς Αἰτωλοῖς Plb.4.3.12, cf. 31.12.8, ἐπὶ τοῦ κοινοῦ τῶν Αἰτωλῶν D.S.19.66, cf. <i>FD</i> 4.69.18 (I a.C.), περὶ σφῶν δικαιολογεῖσθαι defender su propia causa</i> Plb.3.20.10, περὶ τῆς νήσου πρὸς Ἀθηναίους Plu.2.230c<br /><b class="num">•</b>excep. en v. act. δικαιολογήσας ὑπὲρ τῆς πόλεως ἐν τῷ θεάτρῳ τῷ Ἐρυθραίων <i>IPr</i>.111.126 (I a.C.)<br /><b class="num">•</b>en otros cont. [[hacer un alegato de defensa]], [[defender una causa]] δικαιολογηθέντων τῶν συσκαταστάντων αὐτοῖς <i>PTor.Choachiti</i> 12.3.18 (II a.C.), cf. <i>SB</i> 4512.61 (II a.C.), Plu.2.61a, Luc.<i>Sacr</i>.3, Origenes <i>Hom</i>.14.11 <i>in Ier</i>., οἰκέτης πρὸς τὸν κύριον Teles p.6, ἐδικαιολογεῖτο πρός με defendía su causa ante mi</i> Luc.<i>Alex</i>.55, cf. D.Chr.48.10, Iambl.<i>Myst</i>.3.19, ἡδέως ἂν δικαιολογησαίμην ὑπὲρ τῶν ἐγκλημάτων, ὡς δέξαιμι ... Luc.<i>Prom</i>.4<br /><b class="num">•</b>excep. en v. act. οἱ δικαιολογοῦντες los litigantes</i>, los contendientes</i> Luc.<i>Tim</i>.11, <i>Apol</i>.12<br /><b class="num">•</b>tard. en v. pas. σκοπήσας τὰ [[ἑκατέρωθεν]] δικαιολογηθέντα examinando los alegatos de ambas partes</i>, <i>PMonac</i>.6.54 (VI d.C.).<br /><b class="num">2</b> en cont. forense y gener. [[pleitear]], [[entablar pleito o juicio]] en el tribunal, frec. c. giros prep. περὶ ... τῆς ἐγγυθήκης Lys.<i>Fr</i>.32, δικαιολογεῖσθαι καθ' ὃ δικαιότατός ἐστιν [[ἕκαστος]] αὐτῶν ἀποτυμπανισθῆναι que pleitean por cuál de ellos tiene más derecho a ser ejecutado</i> Euph.44, πρὸς τὸν θεόν M.Ant.12.5, δικαιολογηθέν των ἡμῶν κατεκρίθη ὁ ἐγκαλούμενος ἀποκαταστῆσαι τὸν ὅλμον <i>SB</i> 5238.15 (I d.C.), πλειστάκις μου δικαιολογουμένης πρὸς τοῦτον τῆς ἀποκαταστάσεως ἕνεκεν τοῦ ἐπιβάλλοντός μοι μέρους οἰκίας habiendo entablado juicio repetidas veces contra él en relación con la restitución de la parte de la casa que me corresponde</i>, <i>POxy</i>.2133.21 (III d.C.), ἕως δὲ τοῦ δικαιολογηθῆναι en tanto no se resuelva el juicio</i>, <i>PEnteux</i>.69.7 (III a.C.). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δῐκαιολογέομαι:''' μέλ. <i>-ήσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐδικαιολογησάμην</i> ή <i>ἐδικαιολογήθην</i> ([[λόγος]])·<br /><b class="num">I.</b> αποθ., [[υπερασπίζω]] τον εαυτό μου [[μπροστά]] στον δικαστή, σε Αισχίν.<br /><b class="num">II.</b> στην Ενεργ., <i>οἱ δικαιολογοῦντες</i>, δικηγόροι, υπερασπιστές, συνήγοροι, σε Λουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:12, 30 December 2018
English (LSJ)
fut.
A -ήσομαι Plb.4.3.12: aor. ἐδικαιολογησάμην Luc.Prom.4, or Pass. ἐδικαιολογήθην Plb.31.12.8: —plead one's cause before the judge, come to issue with a person, abs., Aeschin.2.21; περί τινος Lys.Fr.34; πρός τινα Hyp.Eux.20, Plb.4.3.12, D.Chr.48.10: metaph., Iamb.Myst.3.19. 2 remonstrate, Luc. Alex.55. II later in Act., δ. ὑπὲρ τῆς πόλεως Inscr.Prien.111.126 (i B. C.), cf. 108.105; οἱ δικαιολογοῦντες advocates, Luc.Tim.11, cf. Apol.12.
German (Pape)
[Seite 626] seine Gerechtsame anführen, vertheidigen, übh. mit Einem rechten; περί τινος, Lys. frg. bei Ath. ν, 209 f; absolut, Aesch. 2, 21; πρός τινα, Pol. 4, 3, 12; τινὶ ὑπέρ τινος, Luc. Prom. 4. – Sp. auch im act., wie Luc. Tim. 11, οἱ δικαιολογοῦντες. die Sachwalter.
Greek (Liddell-Scott)
δῐκαιολογέομαι: μέλλ. -ήσομαι Πολύβ. 4. 3, 12· ἀόρ. ἐδικαιολογησάμην Λουκ. Προμ. 4, ἢ παθ. ἐδικαιολογήθην Πολύβ. 31. 20, 8· ἀποθ.· -ὑπερασπίζω ἐμαυτὸν ἐνώπιον τοῦ κριτοῦ, δικάζομαι πρός τινα, Αἰσχίν. 31. 2· περί τινος Λυσ. Ἀποσπ. 18· πρός τινα Ὑπερείδ. Εὐξεν. 32, Πολύβ., κτλ. ΙΙ. ἐν τῷ ἐνεργ., οἱ δικαιολογοῦντες, οἱ δικηγόροι, Λουκ. Τίμ. 11, πρβλ. Ἀπολ. 12.
Spanish (DGE)
1 en cont. polít. pronunciar un discurso o alegato de defensa, justificarse, defender una causa μὴ δικαιολογούμενος περιγένοιτο ἡμῶν ὁ Φίλιππος Aeschin.2.21, Ῥωμαῖοι ... τὸ δικαιολογεῖσθαι ... ἀπεγίγνωσκον los romanos rechazaron estas justificaciones Plb.3.21.6, cf. Agatharch.Fr.Hist.8, IPr.37.13 (II a.C.), c. giros prep. ὑπὲρ τῆς πόλεως ἀντιλέγειν καὶ πρὸς τοὺς ἥκοντας παρ' αὐτῶν δικαιολογεῖσθαι Hyp.Eux.20, πρὸς τοὺς ἐγκαλοῦντας τοῖς Αἰτωλοῖς Plb.4.3.12, cf. 31.12.8, ἐπὶ τοῦ κοινοῦ τῶν Αἰτωλῶν D.S.19.66, cf. FD 4.69.18 (I a.C.), περὶ σφῶν δικαιολογεῖσθαι defender su propia causa Plb.3.20.10, περὶ τῆς νήσου πρὸς Ἀθηναίους Plu.2.230c
•excep. en v. act. δικαιολογήσας ὑπὲρ τῆς πόλεως ἐν τῷ θεάτρῳ τῷ Ἐρυθραίων IPr.111.126 (I a.C.)
•en otros cont. hacer un alegato de defensa, defender una causa δικαιολογηθέντων τῶν συσκαταστάντων αὐτοῖς PTor.Choachiti 12.3.18 (II a.C.), cf. SB 4512.61 (II a.C.), Plu.2.61a, Luc.Sacr.3, Origenes Hom.14.11 in Ier., οἰκέτης πρὸς τὸν κύριον Teles p.6, ἐδικαιολογεῖτο πρός με defendía su causa ante mi Luc.Alex.55, cf. D.Chr.48.10, Iambl.Myst.3.19, ἡδέως ἂν δικαιολογησαίμην ὑπὲρ τῶν ἐγκλημάτων, ὡς δέξαιμι ... Luc.Prom.4
•excep. en v. act. οἱ δικαιολογοῦντες los litigantes, los contendientes Luc.Tim.11, Apol.12
•tard. en v. pas. σκοπήσας τὰ ἑκατέρωθεν δικαιολογηθέντα examinando los alegatos de ambas partes, PMonac.6.54 (VI d.C.).
2 en cont. forense y gener. pleitear, entablar pleito o juicio en el tribunal, frec. c. giros prep. περὶ ... τῆς ἐγγυθήκης Lys.Fr.32, δικαιολογεῖσθαι καθ' ὃ δικαιότατός ἐστιν ἕκαστος αὐτῶν ἀποτυμπανισθῆναι que pleitean por cuál de ellos tiene más derecho a ser ejecutado Euph.44, πρὸς τὸν θεόν M.Ant.12.5, δικαιολογηθέν των ἡμῶν κατεκρίθη ὁ ἐγκαλούμενος ἀποκαταστῆσαι τὸν ὅλμον SB 5238.15 (I d.C.), πλειστάκις μου δικαιολογουμένης πρὸς τοῦτον τῆς ἀποκαταστάσεως ἕνεκεν τοῦ ἐπιβάλλοντός μοι μέρους οἰκίας habiendo entablado juicio repetidas veces contra él en relación con la restitución de la parte de la casa que me corresponde, POxy.2133.21 (III d.C.), ἕως δὲ τοῦ δικαιολογηθῆναι en tanto no se resuelva el juicio, PEnteux.69.7 (III a.C.).
Greek Monotonic
δῐκαιολογέομαι: μέλ. -ήσομαι, αόρ. αʹ ἐδικαιολογησάμην ή ἐδικαιολογήθην (λόγος)·
I. αποθ., υπερασπίζω τον εαυτό μου μπροστά στον δικαστή, σε Αισχίν.
II. στην Ενεργ., οἱ δικαιολογοῦντες, δικηγόροι, υπερασπιστές, συνήγοροι, σε Λουκ.