ἄστηλος: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ δεῖ σε χαίρειν τοῖς δεδυστυχηκόσι → Nicht freut man über den sich, der im Unglück ist → Kein Mensch legt Hand an den an, der im Unglück ist

Menander, Monostichoi, 431
(6)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἄστηλος]], -ον (Α)<br />[[χωρίς]] επιτύμβια [[στήλη]].
|mltxt=[[ἄστηλος]], -ον (Α)<br />[[χωρίς]] επιτύμβια [[στήλη]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἄστηλος:''' -ον ([[στήλη]]), αυτός που δεν έχει επιτύμβια [[στήλη]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 20:12, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄστηλος Medium diacritics: ἄστηλος Low diacritics: άστηλος Capitals: ΑΣΤΗΛΟΣ
Transliteration A: ástēlos Transliteration B: astēlos Transliteration C: astilos Beta Code: a)/sthlos

English (LSJ)

ον,

   A without tombstone, AP7.479 (Theodorid.).

German (Pape)

[Seite 376] (στήλη), ohne Säule, bes. ohne Grabstein, Anth., z. B. Theorids. 18 (VII, 479).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans cippe funéraire.
Étymologie: ἀ, στήλη.

Spanish (DGE)

-ον
que no tiene estela funeraria, ἄστηλος περ ἐοῦσα AP 7.479 (Theodorid.).

Greek Monolingual

ἄστηλος, -ον (Α)
χωρίς επιτύμβια στήλη.

Greek Monotonic

ἄστηλος: -ον (στήλη), αυτός που δεν έχει επιτύμβια στήλη, σε Ανθ.