θεότευκτος: Difference between revisions

From LSJ

Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit

Menander, Monostichoi, 59
(17)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θεότευκτος]], -ον (AM)<br />κατασκευασμένος από τον θεό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θεο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>τευκτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τεύχω]] «[[κατασκευάζω]], [[φτιάνω]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αν</i>-<i>επί</i>-<i>τευκτος</i>, <i>νεό</i>-<i>τευκτος</i>].
|mltxt=[[θεότευκτος]], -ον (AM)<br />κατασκευασμένος από τον θεό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θεο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>τευκτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τεύχω]] «[[κατασκευάζω]], [[φτιάνω]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αν</i>-<i>επί</i>-<i>τευκτος</i>, <i>νεό</i>-<i>τευκτος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''θεότευκτος:''' -ον, ο δημιουργημένος από τους θεούς, σε Ανθ. Π.
}}
}}

Revision as of 20:16, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεότευκτος Medium diacritics: θεότευκτος Low diacritics: θεότευκτος Capitals: ΘΕΟΤΕΥΚΤΟΣ
Transliteration A: theóteuktos Transliteration B: theoteuktos Transliteration C: theotefktos Beta Code: qeo/teuktos

English (LSJ)

ον,

   A made by God, πύργοι Simm. 25, cf. Doroth. ap. Heph.Astr.1.1.

German (Pape)

[Seite 1198] von Gott gemacht, Simm. (XV, 22).

Greek (Liddell-Scott)

θεότευκτος: -ον, θεοκατασκεύαστος, πύργος Ἀνθ. Π. 15. 22˙ πλάκες (ὁ δεκάλογος) Γρηγ. Νυσσ. 1. 272.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
fabriqué par la divinité.
Étymologie: θεός, τεύχω.

Greek Monolingual

θεότευκτος, -ον (AM)
κατασκευασμένος από τον θεό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -τευκτος (< τεύχω «κατασκευάζω, φτιάνω»), πρβλ. αν-επί-τευκτος, νεό-τευκτος].

Greek Monotonic

θεότευκτος: -ον, ο δημιουργημένος από τους θεούς, σε Ανθ. Π.