συλλήπτρια: Difference between revisions
From LSJ
τὸ πεπρωμένον γὰρ οὐ μόνον βροτοῖς ἄφευκτόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν ἔχουσι → fate is unavoidable not only for mortals, but also for those who hold the heavens
(39) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ἡ, ΜΑ<br /><b>βλ.</b> [[συλλήπτωρ]]. | |mltxt=ἡ, ΜΑ<br /><b>βλ.</b> [[συλλήπτωρ]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''συλλήπτρια:''' ἡ, θηλ. του επομ., σε Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:16, 30 December 2018
English (LSJ)
ἡ, fem. of sq., Ar.Fr.864 (cf. συλλῄστρια), X.Mem. 2.1.32, Iamb.Comm.Math.7.
German (Pape)
[Seite 976] ἡ, = συλλήπτειρα, Xen. Mem. 2, 1, 32.
Greek (Liddell-Scott)
συλλήπτρια: ἡ, θηλ. τοῦ ἑπομ., Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 32.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
fém. c. συλλήπτωρ.
Greek Monolingual
ἡ, ΜΑ
βλ. συλλήπτωρ.
Greek Monolingual
ἡ, ΜΑ
βλ. συλλήπτωρ.
Greek Monotonic
συλλήπτρια: ἡ, θηλ. του επομ., σε Ξεν.