λωτοτρόφος: Difference between revisions

From LSJ

Πολλὰ τὰ δεινὰ κοὐδὲν ἀνθρώπου δεινότερον πέλει → There are many wondrous things in this world, but none more wondrous than humans

Sophocles, Antigone, 332-3
(23)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λωτοτρόφος]], -ον (Α) αυτός που παράγει λωτούς, που [[είναι]] [[εύφορος]] σε λωτούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λωτός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τρόφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρέφω]])].
|mltxt=[[λωτοτρόφος]], -ον (Α) αυτός που παράγει λωτούς, που [[είναι]] [[εύφορος]] σε λωτούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λωτός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τρόφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρέφω]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''λωτοτρόφος:''' -ον ([[λωτός]] I), αυτός που παράγει λωτό, σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 20:16, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λωτοτρόφος Medium diacritics: λωτοτρόφος Low diacritics: λωτοτρόφος Capitals: ΛΩΤΟΤΡΟΦΟΣ
Transliteration A: lōtotróphos Transliteration B: lōtotrophos Transliteration C: lototrofos Beta Code: lwtotro/fos

English (LSJ)

ον, (

   A λωτός 1) producing lotus, λεῖμαξ E.Ph.1571 (anap.).

Greek (Liddell-Scott)

λωτοτρόφος: -ον, (λωτὸς Ι) παράγων λωτόν, λεῖμαξ Εὐρ. Φοίν. 1571.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui nourrit des fleurs, fleuri.
Étymologie: λωτός, τρέφω.

Greek Monolingual

λωτοτρόφος, -ον (Α) αυτός που παράγει λωτούς, που είναι εύφορος σε λωτούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λωτός + -τρόφος (< τρέφω)].

Greek Monotonic

λωτοτρόφος: -ον (λωτός I), αυτός που παράγει λωτό, σε Ευρ.