παραβάπτω: Difference between revisions
From LSJ
πάντα πόνος τεύχει θνητοῖς μελέτη τε βροτείη → all things are made for mortals by human toil and care
(30) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[βάφω]] [[κοντά]] σε κάποιον ή ταυτοχρόνως με κάποιον<br /><b>2.</b> [[βάφω]] με νόθο, ψεύτικο, ξεθωριασμένο [[χρώμα]]. | |mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[βάφω]] [[κοντά]] σε κάποιον ή ταυτοχρόνως με κάποιον<br /><b>2.</b> [[βάφω]] με νόθο, ψεύτικο, ξεθωριασμένο [[χρώμα]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''παραβάπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[βάφω]] την [[ίδια]] χρονική [[στιγμή]], σε Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:20, 30 December 2018
English (LSJ)
A dye at the same time, Plu. Phoc.28 (Pass.).
German (Pape)
[Seite 471] daneben zugleich färben, Plut. Phoc. 28.
Greek (Liddell-Scott)
παραβάπτω: μέλλ. -ψω, συγχρόνως βάπτω, βάπτω μετ’ ἄλλου τινός, «τὰ παραβαπτόμενα τῶν ἰδιωτικῶν πάντα τὸ προσῆκον ἄνθος ἔσχεν» Πλουτ. Φωκ. 28.
French (Bailly abrégé)
teindre en même temps.
Étymologie: παρά, βάπτω.
Greek Monolingual
Α
1. βάφω κοντά σε κάποιον ή ταυτοχρόνως με κάποιον
2. βάφω με νόθο, ψεύτικο, ξεθωριασμένο χρώμα.
Greek Monotonic
παραβάπτω: μέλ. -ψω, βάφω την ίδια χρονική στιγμή, σε Πλούτ.