κρανοποιός: Difference between revisions

From LSJ

Ταμιεῖον ἀνθρώποισι σωφροσύνη μόνη → Magnum horreum est hominibus temperantia → Ihr Vorratsschatz ist Menschen Mäßigung allein

Menander, Monostichoi, 505
(21)
(5)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[κρανοποιός]])<br />αυτός που κατασκευάζει [[κράνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κράνος]] <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ποιῶ</i>)].
|mltxt=ο (Α [[κρανοποιός]])<br />αυτός που κατασκευάζει [[κράνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κράνος]] <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ποιῶ</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κρανοποιός:''' ὁ ([[ποιέω]]), [[κατασκευαστής]] περικεφαλαίων, σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 20:24, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρᾰνοποιός Medium diacritics: κρανοποιός Low diacritics: κρανοποιός Capitals: ΚΡΑΝΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: kranopoiós Transliteration B: kranopoios Transliteration C: kranopoios Beta Code: kranopoio/s

English (LSJ)

ὁ,

   A helmetmaker, Ar.Pax 1255, SIG1177 ( = Tab.Defix.69), Poll.1.149, 7.155.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
fabricant de casques.
Étymologie: κράνος, ποιέω.

Greek Monolingual

ο (Α κρανοποιός)
αυτός που κατασκευάζει κράνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κράνος + -ποιός (< ποιῶ)].

Greek Monotonic

κρανοποιός: ὁ (ποιέω), κατασκευαστής περικεφαλαίων, σε Αριστοφ.