ἀξιέπαινος: Difference between revisions
φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ἀξιέπαινος]], -ον)<br />ο [[άξιος]] επαίνου, αυτός που αξίζει να επαινεθεί. | |mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ἀξιέπαινος]], -ον)<br />ο [[άξιος]] επαίνου, αυτός που αξίζει να επαινεθεί. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀξιέπαινος:''' -ον, [[άξιος]] επαίνου, σε Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:32, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A praiseworthy, Id.Cyr. 3.3.6, D.61.15; χρῆμα, of a dead ox, Ael.NA2.57, etc.: Sup. -ότατος X.HG4.4.6. Adv. -νως Apollon. Vit.Aeschin.11.
German (Pape)
[Seite 269] dasselbe, Xen. a. a. O. ἀξιεπαινότατος, vgl. Cyr. 3, 3, 6 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀξιέπαινος: -ον, ὁ ἄξιος ἐπαίνου, Ξεν. Κύρ. 3. 3, 6, κτλ. ― Ὑπερθ. -ότατος ὁ αὐτ. Ἑλλ. 4. 4, 6. ― Ἐπίρρ. -νως Ἀπολλ. Βί. Αἰσχίν. 16, σ. 43.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
digne de louange.
Étymologie: ἄξιος, ἔπαινος.
Spanish (DGE)
-ον
1 digno de alabanza βασιλεύς X.Ages.1.37, τελευτή X.HG 4.4.6, τὸ μέρος X.Cyr.3.3.6, χρῆμα Ael.NA 2.57, cf. D.61.15, Fauorin.de Ex.2.5.
2 adv. -ως en forma digna de alabanza ἀ. ἐμαχέσατο Apollon.Vit.Aeschin.11.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ ἀξιέπαινος, -ον)
ο άξιος επαίνου, αυτός που αξίζει να επαινεθεί.
Greek Monotonic
ἀξιέπαινος: -ον, άξιος επαίνου, σε Ξεν.