προσμειδιάω: Difference between revisions
Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
(Bailly1_4) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=-ῶ :<br />sourire à, τινι ; τινί [[τι]] faire à qqn la faveur de qch.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[μειδιάω]]. | |btext=-ῶ :<br />sourire à, τινι ; τινί [[τι]] faire à qqn la faveur de qch.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[μειδιάω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''προσμειδιάω:''' μέλ. -άσω [ᾱ], [[χαμογελώ]] σε κάποιον με την [[έννοια]] της επιδοκιμασίας, Λατ. [[arrideo]], σε Λουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:36, 30 December 2018
English (LSJ)
A smile upon, τινι Plu.2.821f, etc.; εὑρησιλογίαις ib. 28a; αὐτοῖς ἡ Τύχη -εμειδίασε Chor.Brum.6: abs., Luc.Merc.Cond.7, 16.
German (Pape)
[Seite 772] anlächeln, zulächeln, τινί, Luc. merc. cond. 7. 16; Plut., der auch verbindet ὄχλων ἀεὶ τῷ διδόντι προσμειδιώντων ἐφήμερόν τινα καὶ ἀβέβαιον δόξαν, reip. ger. praec. 29; vgl. Lob. Phryn. p. 463.
Greek (Liddell-Scott)
προσμειδιάω: μειδιῶ πρός τινα μετὰ τῆς ἐννοίας τοῦ ἐπιδοκιμάζω, Λατ. arrideo, τινι Πλούτ. 2. 23Α, 821F, κτλ.· ἀπολ., Λουκ. π. τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 7 καὶ 16.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
sourire à, τινι ; τινί τι faire à qqn la faveur de qch.
Étymologie: πρός, μειδιάω.
Greek Monotonic
προσμειδιάω: μέλ. -άσω [ᾱ], χαμογελώ σε κάποιον με την έννοια της επιδοκιμασίας, Λατ. arrideo, σε Λουκ.