προσφευκτέον: Difference between revisions
From LSJ
(6_20) |
(6) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προσφευκτέον''': ῥηματ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ [[εἶναι]] ὑποκείμενος εἰς καταδίωξιν [[προσέτι]], Δημ. 977. 27. | |lstext='''προσφευκτέον''': ῥηματ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ [[εἶναι]] ὑποκείμενος εἰς καταδίωξιν [[προσέτι]], Δημ. 977. 27. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''προσφευκτέον:''' ρημ. επίθ., αυτός που πρέπει [[κάποιος]] να του ασκήσει [[επιπλέον]] [[δίωξη]], σε Δημ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:44, 30 December 2018
English (LSJ)
A one must be liable to a prosecution besides, D.37.38 (or divisim).
Greek (Liddell-Scott)
προσφευκτέον: ῥηματ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ εἶναι ὑποκείμενος εἰς καταδίωξιν προσέτι, Δημ. 977. 27.
Greek Monotonic
προσφευκτέον: ρημ. επίθ., αυτός που πρέπει κάποιος να του ασκήσει επιπλέον δίωξη, σε Δημ.