ταυροδέτης: Difference between revisions
From LSJ
(40) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ου, ὁ, θηλ. [[ταυροδέτις]], -ιδος, Α<br />(μόνον το θηλ.) αυτή που δένει ταύρους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ταῦρος]] <span style="color: red;">+</span> -[[δέτης]] (<span style="color: red;"><</span> <i>δέω</i> «[[δένω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>γλωσσο</i>-[[δέτης]]. | |mltxt=-ου, ὁ, θηλ. [[ταυροδέτις]], -ιδος, Α<br />(μόνον το θηλ.) αυτή που δένει ταύρους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ταῦρος]] <span style="color: red;">+</span> -[[δέτης]] (<span style="color: red;"><</span> <i>δέω</i> «[[δένω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>γλωσσο</i>-[[δέτης]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ταυροδέτης:''' -ου, ὁ ([[δέω]]), αυτός που δένει ταύρους, θηλ. [[ταυροδέτις]], <i>-ιδος</i>, σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:44, 30 December 2018
English (LSJ)
ου, ὁ,
A bull-binder, in fem. ταυρο-δέτις, ιδος, βύρσα AP6.41 (Agath.).
German (Pape)
[Seite 1073] ὁ, den Stier bindend (?).
Greek (Liddell-Scott)
ταυροδέτης: -ου, ὁ, ὁ δένων ταύρους, ἐν τῷ θηλ. -δέτις, ιδος, Ἀνθ. Π. 6. 41.
Greek Monolingual
-ου, ὁ, θηλ. ταυροδέτις, -ιδος, Α
(μόνον το θηλ.) αυτή που δένει ταύρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + -δέτης (< δέω «δένω»), πρβλ. γλωσσο-δέτης.
Greek Monotonic
ταυροδέτης: -ου, ὁ (δέω), αυτός που δένει ταύρους, θηλ. ταυροδέτις, -ιδος, σε Ανθ.