κοσμοκόμης: Difference between revisions

From LSJ

Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis

Menander, Monostichoi, 545
(21)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κοσμοκόμης]], -ου, ὁ (Α)<br />(για [[χτένα]]) αυτός που καλλωπίζει τα μαλλιά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κοσμ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[κόμης]] (<span style="color: red;"><</span> [[κόμη]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>δενδρο</i>-[[κόμης]], [[κισσο]]-[[κόμης]].
|mltxt=[[κοσμοκόμης]], -ου, ὁ (Α)<br />(για [[χτένα]]) αυτός που καλλωπίζει τα μαλλιά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κοσμ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[κόμης]] (<span style="color: red;"><</span> [[κόμη]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>δενδρο</i>-[[κόμης]], [[κισσο]]-[[κόμης]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κοσμοκόμης:''' -ου, ὁ ([[κόμη]]), αυτός που στολίζει τα μαλλιά, σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 20:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοσμοκόμης Medium diacritics: κοσμοκόμης Low diacritics: κοσμοκόμης Capitals: ΚΟΣΜΟΚΟΜΗΣ
Transliteration A: kosmokómēs Transliteration B: kosmokomēs Transliteration C: kosmokomis Beta Code: kosmoko/mhs

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A dressing the hair, κτείς AP6.247 (Phil.).

Greek (Liddell-Scott)

κοσμοκόμης: -ου, ὁ, ὁ κοσμῶν, καλλωπίζων τὴν κόμην, κτεὶς Ἀνθ. Π. 6. 247.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
qui orne ou arrange la coiffure.
Étymologie: κόσμος, κόμη.

Greek Monolingual

κοσμοκόμης, -ου, ὁ (Α)
(για χτένα) αυτός που καλλωπίζει τα μαλλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο)- + -κόμης (< κόμη), πρβλ. δενδρο-κόμης, κισσο-κόμης.

Greek Monotonic

κοσμοκόμης: -ου, ὁ (κόμη), αυτός που στολίζει τα μαλλιά, σε Ανθ.