νεκρώδης: Difference between revisions

From LSJ

Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher

Menander, Monostichoi, 486
(26)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ες (Α [[νεκρώδης]], -ῶδες) [[νεκρός]]<br />αυτός που έχει όψη νεκρού, όμοιος με νεκρό, με [[λείψανο]] («ὠχρὸς ὤν, πολὺ τὸ νεκρῶδες ἐπιφαίνων», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <b>ζωολ.</b> [[γένος]] κολεόπτερων εντόμων.
|mltxt=-ες (Α [[νεκρώδης]], -ῶδες) [[νεκρός]]<br />αυτός που έχει όψη νεκρού, όμοιος με νεκρό, με [[λείψανο]] («ὠχρὸς ὤν, πολὺ τὸ νεκρῶδες ἐπιφαίνων», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <b>ζωολ.</b> [[γένος]] κολεόπτερων εντόμων.
}}
{{lsm
|lsmtext='''νεκρώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), αυτός που έχει την όψη νεκρού, που μοιάζει με [[πτώμα]], σε Λουκ.
}}
}}

Revision as of 20:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεκρώδης Medium diacritics: νεκρώδης Low diacritics: νεκρώδης Capitals: ΝΕΚΡΩΔΗΣ
Transliteration A: nekrṓdēs Transliteration B: nekrōdēs Transliteration C: nekrodis Beta Code: nekrw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A corpse-like, Luc.Ep.Sat.28, Aret. SA2.11; ν. πρόσωπον, 'facies Hippocratica', Gal.9.917: esp. mortified, Id.18(1).156.

German (Pape)

[Seite 238] ες, todtenartig, leichenähnlich; Luc. Epist. Saturn. 28; χρῶμα, Plut. Phoc. 28.

Greek (Liddell-Scott)

νεκρώδης: -ες, ὅμοιος πρὸς νεκρόν, πρὸς πτῶμα, Λουκ. Ἐπιστ. Κρονικ. 28, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 11.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
qui ressemble à un mort, à un cadavre.
Étymologie: νεκρός, -ωδης.

Greek Monolingual

-ες (Α νεκρώδης, -ῶδες) νεκρός
αυτός που έχει όψη νεκρού, όμοιος με νεκρό, με λείψανο («ὠχρὸς ὤν, πολὺ τὸ νεκρῶδες ἐπιφαίνων», Λουκιαν.)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ζωολ. γένος κολεόπτερων εντόμων.

Greek Monotonic

νεκρώδης: -ες (εἶδος), αυτός που έχει την όψη νεκρού, που μοιάζει με πτώμα, σε Λουκ.