ποινῆτις: Difference between revisions

From LSJ

Λύπη παροῦσα πάντοτ' ἐστὶν ἡ γυνή → Mulier perenne pignus aegrimoniae est → Ein gegenwärtig Leid ist stets das Eheweib

Menander, Monostichoi, 324
(33)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ήτιδος, ἡ, Α<br />αυτή που εκδικείται, που τιμωρεί, η εκδικήτρια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ποινῶμαι</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τις</i> (<b>πρβλ.</b> <i>κυβερνῆ</i>-<i>τις</i>)].
|mltxt=-ήτιδος, ἡ, Α<br />αυτή που εκδικείται, που τιμωρεί, η εκδικήτρια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ποινῶμαι</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τις</i> (<b>πρβλ.</b> <i>κυβερνῆ</i>-<i>τις</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ποινῆτις:''' -ιδος, ἡ ([[ποινάω]]), αυτή που εκδικείται, σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 20:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποινῆτις Medium diacritics: ποινῆτις Low diacritics: ποινήτις Capitals: ΠΟΙΝΗΤΙΣ
Transliteration A: poinē̂tis Transliteration B: poinētis Transliteration C: poinitis Beta Code: poinh=tis

English (LSJ)

ιδος, ἡ,

   A avenging, AP7.745.5 (Antip. Sid.).

Greek (Liddell-Scott)

ποινῆτις: -ιδος, ἡ, ἡ ἐκδικουμένη, τιμωροῦσα, Ἀνθ. Π. 7. 745.

French (Bailly abrégé)

ιδος
adj. f. de ποινητήρ.

Greek Monolingual

-ήτιδος, ἡ, Α
αυτή που εκδικείται, που τιμωρεί, η εκδικήτρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποινῶμαι + επίθημα -τις (πρβλ. κυβερνῆ-τις)].

Greek Monotonic

ποινῆτις: -ιδος, ἡ (ποινάω), αυτή που εκδικείται, σε Ανθ.