ἀτευχής: Difference between revisions

From LSJ

Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt

Menander, Monostichoi, 366
(6)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀτευχής]], -ές και [[ἀτεύχητος]], -ον (Α) [[τεύχος]]<br />ο [[άοπλος]].
|mltxt=[[ἀτευχής]], -ές και [[ἀτεύχητος]], -ον (Α) [[τεύχος]]<br />ο [[άοπλος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀτευχής:''' -ές ([[τεῦχος]]), μη οπλισμένος, [[άοπλος]], σε Ευρ., Ανθ.· ομοίως, ἀ-τεύχητος, <i>-ον</i>, στον ίδ.
}}
}}

Revision as of 20:52, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀτευχής Medium diacritics: ἀτευχής Low diacritics: ατευχής Capitals: ΑΤΕΥΧΗΣ
Transliteration A: ateuchḗs Transliteration B: ateuchēs Transliteration C: atefchis Beta Code: a)teuxh/s

English (LSJ)

ές, (τεῦχος)

   A unequipped, unarmed, E.Andr.1119, AP9.320 (Leon.).

German (Pape)

[Seite 385] ές, unbewaffnet, Eur. Andr. 1118.

Greek (Liddell-Scott)

ἀτευχής: -ές, (τεῦχος) μὴ ὡπλισμένος, ἄοπλος, Εὐρ. Ἀνδρ. 1119, Ἀνθ. Π. 9. 320.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
non équipé, non armé.
Étymologie: ἀ, τεῦχος.

Spanish (DGE)

-ές
inerme ἀτευχῆ παῖδ' Ἀχιλλέως E.Andr.1119, de Afrodita AP 9.320.3 (Leon.), cf. Nonn.D.26.19, 27.120
fig. desarmado, sin recursos contra una tentación, Serapio Off.Med.17. • DMic.: a-te-u-ke.

Greek Monolingual

ἀτευχής, -ές και ἀτεύχητος, -ον (Α) τεύχος
ο άοπλος.

Greek Monotonic

ἀτευχής: -ές (τεῦχος), μη οπλισμένος, άοπλος, σε Ευρ., Ανθ.· ομοίως, ἀ-τεύχητος, -ον, στον ίδ.