κωμῳδογράφος: Difference between revisions
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
(22) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κωμῳδογράφος]], ὁ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[κωμωδιογράφος]]. | |mltxt=[[κωμῳδογράφος]], ὁ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[κωμωδιογράφος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κωμῳδογράφος:''' [ᾰ], ὁ = [[κωμῳδιογράφος]], σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:52, 30 December 2018
English (LSJ)
[ᾰ], ὁ,
A = κωμῳδιογράφος, AP7.708 (Diosc.), Phld.Mus.p.88 K.
German (Pape)
[Seite 1545] ὁ, Comödienschreiber; Diosc. 30 (VII, 708); Schol. Ar. Nubb. 296.
Greek (Liddell-Scott)
κωμῳδογράφος: ὁ, = κωμῳδιογράφος, Ἀνθ. Π. 7. 708.
Greek Monolingual
κωμῳδογράφος, ὁ (Α)
βλ. κωμωδιογράφος.
Greek Monotonic
κωμῳδογράφος: [ᾰ], ὁ = κωμῳδιογράφος, σε Ανθ.