παλίνορτος: Difference between revisions

From LSJ

Φίλον δι' ὀργὴν ἐν κακοῖσι μὴ προδῷς → Amicum ob iram deserere cave in malis → Verrate einen Freund nicht in der Not aus Zorn

Menander, Monostichoi, 529
(30)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[παλίνορτος]], -ον (Α)<br /><b>βλ.</b> [[παλίνορσος]].
|mltxt=[[παλίνορτος]], -ον (Α)<br /><b>βλ.</b> [[παλίνορσος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πᾰλίνορτος:''' -ον, = [[παλίνορσος]], ορμώμενος [[ξανά]], [[βαθιά]] ριζωμένος, [[πάγιος]], μόνιμα [[αθεράπευτος]], [[περίπου]] ίδιο με το <i>παλίγ-κοτος</i>, σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 20:56, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλῐνορτος Medium diacritics: παλίνορτος Low diacritics: παλίνορτος Capitals: ΠΑΛΙΝΟΡΤΟΣ
Transliteration A: palínortos Transliteration B: palinortos Transliteration C: palinortos Beta Code: pali/nortos

English (LSJ)

ον, (ὄρνυμι)

   A recurring, inveterate, μῆνις A.Ag.154(lyr.).

German (Pape)

[Seite 450] nach E. M. die eigentliche etymologisch richtige Form für das Vorige, ὁ πάλιν ὡρμημένος erkl., u. so steht Aesch. Ag. 153 παλίνορτος οἰκονόμος μῆνις, wo Schütz παλίνορσος ändert.

Greek (Liddell-Scott)

παλίνορτος: -ον, ὁ ἐξ ὑστέρου ὁρμώμενος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 154 πρβλ. παλίγκοτος· - περὶ τοῦ τύπου, πρβλ. θέορτος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui s’élance ou éclate de nouveau, qui se ravive (ressentiment, haine).
Étymologie: πάλιν, ὄρνυμαι.

Greek Monolingual

παλίνορτος, -ον (Α)
βλ. παλίνορσος.

Greek Monotonic

πᾰλίνορτος: -ον, = παλίνορσος, ορμώμενος ξανά, βαθιά ριζωμένος, πάγιος, μόνιμα αθεράπευτος, περίπου ίδιο με το παλίγ-κοτος, σε Αισχύλ.