εὐρώγης: Difference between revisions

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
(15)
(4)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐρώγης]], -ες (Α)<br />αυτός που έχει καλές ρώγες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ρωξ</i>, <i>ρωγός</i> «[[ρώγα]]»].
|mltxt=[[εὐρώγης]], -ες (Α)<br />αυτός που έχει καλές ρώγες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ρωξ</i>, <i>ρωγός</i> «[[ρώγα]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὐρώγης:''' ([[ῥώξ]]), [[άφθονος]] σε ρώγες, σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 20:56, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐρώγης Medium diacritics: εὐρώγης Low diacritics: ευρώγης Capitals: ΕΥΡΩΓΗΣ
Transliteration A: eurṓgēs Transliteration B: eurōgēs Transliteration C: evrogis Beta Code: eu)rw/ghs

English (LSJ)

ες, (ῥώξ)

   A of fine grapes, πεντάς AP6.190 (Gaet.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐρώγης: (ῥώξ), ἔχων καλὰς καὶ ἀφθόνους ῥᾶγας, πεντάδα τὴν σταφυλῆς εὐρώγεα Ἀνθ. Π. 6. 190.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
aux beaux raisins.
Étymologie: εὖ, ῥώξ².

Greek Monolingual

εὐρώγης, -ες (Α)
αυτός που έχει καλές ρώγες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ρωξ, ρωγός «ρώγα»].

Greek Monotonic

εὐρώγης: (ῥώξ), άφθονος σε ρώγες, σε Ανθ.