εὐγονία: Difference between revisions
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
(14) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (ΑΜ [[εὐγονία]]) [[εύγονος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />η [[απόκτηση]] υγιών απογόνων<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[γονιμότητα]], [[ευφορία]]. | |mltxt=η (ΑΜ [[εὐγονία]]) [[εύγονος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />η [[απόκτηση]] υγιών απογόνων<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[γονιμότητα]], [[ευφορία]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''εὐγονία:''' ἡ, [[γονιμότητα]], [[ευφορία]], σε Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:56, 30 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A fruitfulness, Pl.R.546a, X.Lac.1.6, Ph.2.390, etc.; opp. ἀγονία, Iamb. Comm. Math.15.
German (Pape)
[Seite 1060] ὴ, Fruchtbarkeit, Erzeugung guter oder schöner Kinder, Plat. Rep. VIII, 546 a; Xen. Lac. 1, 6; θρεμμάτων Plut. Rom. 24.
Greek (Liddell-Scott)
εὐγονία: ἡ, γονιμότης, εὐφορία, Πλάτ. Πολ. 546Α, Ξενοφ. Λακ. 1. 6.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
heureuse fécondité.
Étymologie: εὔγονος.
Greek Monolingual
η (ΑΜ εὐγονία) εύγονος
νεοελλ.
η απόκτηση υγιών απογόνων
αρχ.-μσν.
γονιμότητα, ευφορία.
Greek Monotonic
εὐγονία: ἡ, γονιμότητα, ευφορία, σε Ξεν.