δωροδοκία: Difference between revisions
στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → for no one loves the messenger who brings bad news
(10) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (AM [[δωροδοκία]])<br /><b>1.</b> [[αποδοχή]] δώρου για [[παράβαση]] καθήκοντος<br /><b>2.</b> [[διαφθορά]] με δώρα, [[δεκασμός]]. | |mltxt=η (AM [[δωροδοκία]])<br /><b>1.</b> [[αποδοχή]] δώρου για [[παράβαση]] καθήκοντος<br /><b>2.</b> [[διαφθορά]] με δώρα, [[δεκασμός]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δωροδοκία:''' ἡ, [[αποδοχή]] δώρων ως [[εξαγορά]], [[δεκτικότητα]] προς τη [[δωροδοκία]], σε Ρήτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:00, 30 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A taking of bribes, freq. in Oratt., as And.4.30; δωροδοκίαν καταγνῶναί τινος Lys. 21.21; -ίας κατηγορεῖν Aeschin.2.3: pl., ibid.; also, giving of bribes, corruption, in pl., D.C.39.55, 50.7.
German (Pape)
[Seite 695] ἡ, die Annahme eines Geschenkes, Bestechlichkeit; καταγνῶναί τινος Lys. 21, 21; Din. 2, 5; δωροδοκίας κατηγορεῖν Aesch. 1, 3; Pol. 18, 7, 7 u. Sp. – Das Geben eines Geschenkes, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
δωροδοκία: ἡ, τὸ δέχεσθαι δῶρα ἐπὶ διάφθορᾷ, συχν. παρὰ τοῖς ῥήτορσιν, ὡς Ἀνδοκ. 33. 11· δωροδοκίαν καταγνῶναί τινος Λυκοῦργ. 163. 34· δωροδοκίας κατηγορεῖν Αἰσχίν. 28. 12· πρβλ. δῶρον Ι. 2.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
corruption par des présents, vénalité.
Étymologie: δωροδόκος.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 aceptación de un soborno, venalidad τῆς παρανομίας καὶ τῆς δωροδοκίας μάρτυρες And.4.30, μὴ καταγνῶναι δωροδοκίαν ἐμοῦ Lys.21.21, κατηγορεῖν δωροδοκίας acusar de venalidad Aeschin.2.3, cf. 3.149, δ. καὶ πλεονεξία Plu.2.27c, τὰς χεῖρας δωροδοκίας ἀπεχόμενας Thdt.Is.10.144, frec. c. gen. de pers. ἡ τῶν προεστώτων δ. Plb.5.43.6, Σκαύρου I.BI 1.132, cf. 297, δικαστῶν ... καὶ στρατοπέδων Plu.Cor.14
•jur. acusación por aceptación de soborno Din.Fr.4b.1, 2.
2 hecho de sobornar, soborno τὸ τῆς δωροδοκίας μάθημα Theopomp.Hist.90, κατὰ τὴν Ἑλλάδα τῆς δωροδοκίας ἐπιπολαζούσης Plb.18.34.7, cf. D.H.4.40, τὰς χώρας ἐνέπλησαν κακῶν ... δωροδοκίαις, ἁρπαγαῖς Ph.2.532, cf. D.C.39.55.1, 50.7.2.
Greek Monolingual
η (AM δωροδοκία)
1. αποδοχή δώρου για παράβαση καθήκοντος
2. διαφθορά με δώρα, δεκασμός.
Greek Monotonic
δωροδοκία: ἡ, αποδοχή δώρων ως εξαγορά, δεκτικότητα προς τη δωροδοκία, σε Ρήτ.