μηχανουργός: Difference between revisions
From LSJ
(25) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (ΑΜ [[μηχανουργός]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που [[είναι]] ειδικευμένος στην [[κατασκευή]] ή και στην [[επισκευή]] μηχανών<br />| (μνσ.-αρχ.) [[αρχιτέκτονας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μηχανή]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]])]. | |mltxt=ο (ΑΜ [[μηχανουργός]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που [[είναι]] ειδικευμένος στην [[κατασκευή]] ή και στην [[επισκευή]] μηχανών<br />| (μνσ.-αρχ.) [[αρχιτέκτονας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μηχανή]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μηχᾰνουργός:''' -όν (*[[ἔργω]]), = [[μηχανοποιός]], σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:04, 30 December 2018
English (LSJ)
ὁ,
A architect, τοῦ δόμου APl.5.382.
German (Pape)
[Seite 181] = μηχανοποιός, Ep. in athl. stat. 36 (Plan. 382).
Greek (Liddell-Scott)
μηχᾰνουργός: -όν, (*ἔργω) = μηχανοποιός, Ἀνθ. Πλαν. 382.
Greek Monolingual
ο (ΑΜ μηχανουργός)
νεοελλ.
αυτός που είναι ειδικευμένος στην κατασκευή ή και στην επισκευή μηχανών
Greek Monotonic
μηχᾰνουργός: -όν (*ἔργω), = μηχανοποιός, σε Ανθ.