προεξαγκωνίζω: Difference between revisions
ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
(34) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br />(στην [[πυγμαχία]]) [[κινώ]] [[προς]] τα [[πίσω]] τους αγκώνες και ετοιμάζομαι να χτυπήσω.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐξαγκωνίζω]] «[[σπρώχνω]] κάποιον με τον αγκώνα»]. | |mltxt=Α<br />(στην [[πυγμαχία]]) [[κινώ]] [[προς]] τα [[πίσω]] τους αγκώνες και ετοιμάζομαι να χτυπήσω.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐξαγκωνίζω]] «[[σπρώχνω]] κάποιον με τον αγκώνα»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''προεξαγκωνίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, λέγεται για τους πυγμάχους, [[κινώ]] τα χέρια [[πριν]] ξεκινήσω να [[μάχομαι]]· επίσης λέγεται για ομιλητή, σε Αριστ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:04, 30 December 2018
English (LSJ)
as a pugilistic term,
A spar before beginning to fight: hence metaph., of a speaker, οὐδὲν προεξαγκωνίσας οὐδὲ προανακινήσας εὐθὺς ἄρχεται Arist.Rh.1416a2.
Greek (Liddell-Scott)
προεξαγκωνίζω: ὡς ὅρος πυκτευτικός, κινῶ τὰς χεῖρας πρὶν ἢ ἀρχίσω νὰ πυγμαχῶ· μεταφορ., ἐπὶ ῥήτορος, οὐδὲν προεξαγκωνίσας οὐδὲ προανακινήσας εὐθὺς ἄρχεσθαι Ἀριστ. Ρητ. 3. 14, 11· ἴδε Spanh. εἰς Καλλ. εἰς Δῆλ. 322.
French (Bailly abrégé)
préluder à la lutte en s’escrimant des bras.
Étymologie: πρό, ἐξαγκωνίζω.
Greek Monolingual
Α
(στην πυγμαχία) κινώ προς τα πίσω τους αγκώνες και ετοιμάζομαι να χτυπήσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἐξαγκωνίζω «σπρώχνω κάποιον με τον αγκώνα»].
Greek Monotonic
προεξαγκωνίζω: μέλ. -σω, λέγεται για τους πυγμάχους, κινώ τα χέρια πριν ξεκινήσω να μάχομαι· επίσης λέγεται για ομιλητή, σε Αριστ.