γρίπων: Difference between revisions

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
(8)
(3)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[γρίπων]], ο (Α) [[γρίπος]]<br />ο [[γριπεύς]].
|mltxt=[[γρίπων]], ο (Α) [[γρίπος]]<br />ο [[γριπεύς]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''γρίπων:''' ὁ ([[γρῖπος]]), [[ψαράς]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 21:04, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γρίπων Medium diacritics: γρίπων Low diacritics: γρίπων Capitals: ΓΡΙΠΩΝ
Transliteration A: grípōn Transliteration B: gripōn Transliteration C: gripon Beta Code: gri/pwn

English (LSJ)

[ῑ], ὁ, (γρῖπος)

   A fisherman, γρίπωνος γριπεὺς . . ἔχωσε τάφον AP7.504.12 (Leon). (Prob. a pr. n.)

Greek (Liddell-Scott)

γρίπων: ὁ, (γρῖπος) ἁλιεύς, γρίπωνος γριπεὺς ἔχωσε τάφον Ἀνθ. Π. 7. 504˙ πρβλ. γριπεύς.

French (Bailly abrégé)

ωνος (ὁ) :
c. γριπεύς.

Greek Monolingual

γρίπων, ο (Α) γρίπος
ο γριπεύς.

Greek Monotonic

γρίπων: ὁ (γρῖπος), ψαράς, σε Ανθ.