ὑπέρπολυς: Difference between revisions
θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → it is grasped only by means of an ignorance superior to intellection, it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
(Bailly1_5) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=πόλλη, πολυ;<br />excessivement <i>ou</i> extrêmement abondant.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[πολύς]]. | |btext=πόλλη, πολυ;<br />excessivement <i>ou</i> extrêmement abondant.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[πολύς]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὑπέρπολυς:''' -πόλλη, -πόλυ, Ιων. [[ὑπέρπολλος]], <i>-η</i>, <i>-ον</i>, υπερβολικά [[πολύς]]· σε πληθ., υπερβολικά πολλοί, πλείστοι, σε Αισχύλ., Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:04, 30 December 2018
English (LSJ)
-πόλλη, -πολυ, Ion. ὑπέρπολλος, η, ον,
A overmuch, and in pl. over many, A.Pers.794, Hp.Epid.4.38, X.HG3.2.26, D.43.69:—ὑπέρπουλυ in Hp.Epid.2.2.23.
German (Pape)
[Seite 1201] übermäßig viel; Aesch. Pers. 780 (Well. accent. ὑπερπολλούς); Xen. Hell. 3, 2, 26; Dem. 43, 69.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπέρπολυς: -πόλλη, -πολυ, Ἰων. ὑπέρπολλος, η, ον, Ἰων. ὑπὲρ τὸ δέον πολύς, Ἱππ. 1015Η, ἐν τέλει· κτείνουσα λιμῷ τοὺς ὑπερπόλλους, τοὺς πλείστους, Αἰσχύλ. Πέρσ. 794, Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 26, Δημ. 1073, κλπ.
French (Bailly abrégé)
πόλλη, πολυ;
excessivement ou extrêmement abondant.
Étymologie: ὑπέρ, πολύς.
Greek Monotonic
ὑπέρπολυς: -πόλλη, -πόλυ, Ιων. ὑπέρπολλος, -η, -ον, υπερβολικά πολύς· σε πληθ., υπερβολικά πολλοί, πλείστοι, σε Αισχύλ., Ξεν.