τηθίς: Difference between revisions

From LSJ

Ἐχθροῦ παρ' ἀνδρὸς οὐδέν ἐστι χρήσιμον → Inimicus homo nil umquam praestat utile → Von einem Feind kommt niemals etwas Nützliches

Menander, Monostichoi, 166
(41)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=και εσφ. γρφ. [[τιτθίς]], -[[ίδος]], ἡ, Α<br />η [[θεία]], η [[αδελφή]] του [[πατέρα]] ή της μητέρας κάποιου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τήθη]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίς</i>, -[[ίδος]] (<b>πρβλ.</b> <i>δεσμ</i>-<i>ίς</i>)].
|mltxt=και εσφ. γρφ. [[τιτθίς]], -[[ίδος]], ἡ, Α<br />η [[θεία]], η [[αδελφή]] του [[πατέρα]] ή της μητέρας κάποιου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τήθη]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίς</i>, -[[ίδος]] (<b>πρβλ.</b> <i>δεσμ</i>-<i>ίς</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τηθίς:''' -[[ίδος]], ἡ, [[αδερφή]] [[πατέρα]] ή μητέρας, [[θεία]], σε Δημ.
}}
}}

Revision as of 21:08, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τηθίς Medium diacritics: τηθίς Low diacritics: τηθίς Capitals: ΤΗΘΙΣ
Transliteration A: tēthís Transliteration B: tēthis Transliteration C: tithis Beta Code: thqi/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ, (τήθη)

   A father's or mother's sister, aunt, Is.9.19, D.27.14, 43.29, Men.923.5, J.AJ3.12.1 (vv. ll. τιτθίσι, τιθίσι, τιτθαῖς), 16.10.5 (vv. ll. τιτθίδα, τητθίδα), 17.1.1 (v.l. τητθίδα, Lat. vers. nutricem), Plu.2.838b, Hierocl.p.61 A. (τιθιδες, τιθίδες codd.), Lib.Decl.5.52 (one cod., vv. ll. τητθίδα, τιτθίδα), 26.21 (τιτθίδας codd., τιθίδας as cited by Thom.Mag.p.360 R., who thinks it may mean grandmothers or great-aunts); ἡ πρὸς πατρὸς τη[θίς] POxy.503.3 (ii A.D.); τῆς τηθίδος μου κύριος PSI9.1065.28 (ii A.D.); οὐκ ἐξὸν Ῥωμαίοις ἀδελφὰς γῆμαι οὐδὲ τηθίδας PGnom.70 (ii A.D.); ὥσπερ οὐδὲ νῦν τιτθίδας (leg. τηθίδας) οὐδ' ἀδελφὰς γαμοῦσιν Plu.2.265d; τηθίδα PStrassb.41.8 (iii A.D.); dat. spelt τειθειδι Supp.Epigr.6.221 (Phrygia).

German (Pape)

[Seite 1105] ίδος, ἡ, Vaters- od. Mutterschwester, Tante; Dem. 27, 14; Suid. erkl. θεία; vgl. Lob. Phryn. 134.

Greek (Liddell-Scott)

τηθίς: -ίδος, ἡ, (τήθη) ἀδελφὴ πατρὸς ἢ μητρός, θεία, Δημ. 818. 4., 1039. 4, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 17. 5, Πλούτ. 2. 838Β, πρβλ. Λοβ. εἰς Φρύν. 134.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
tante paternelle ou maternelle.
Étymologie: τήθη.

Greek Monolingual

και εσφ. γρφ. τιτθίς, -ίδος, ἡ, Α
η θεία, η αδελφή του πατέρα ή της μητέρας κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τήθη + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. δεσμ-ίς)].

Greek Monotonic

τηθίς: -ίδος, ἡ, αδερφή πατέρα ή μητέρας, θεία, σε Δημ.