εὐσύμβλητος: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ δὲ χρηστὴ πηδάλιόν ἐστ' οἰκίας → Honesta mulier est gubernaculum domus → Des Hauses Steuerruder ist die brave Frau

Menander, Monostichoi, 99
(15)
(4)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐσύμβλητος]] και [[εὐξύμβλητος]], -ον (Α)<br />αυτός που μαντεύεται ή κατανοείται εύκολα («ἥδ' οὐκέτ' [[εὐξύμβλητος]] ἡ [[χρησμῳδία]]», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>συμ</i>-[[βλητός]] (<span style="color: red;"><</span> [[συμβάλλω]])].
|mltxt=[[εὐσύμβλητος]] και [[εὐξύμβλητος]], -ον (Α)<br />αυτός που μαντεύεται ή κατανοείται εύκολα («ἥδ' οὐκέτ' [[εὐξύμβλητος]] ἡ [[χρησμῳδία]]», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>συμ</i>-[[βλητός]] (<span style="color: red;"><</span> [[συμβάλλω]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὐσύμβλητος:''' αρχ. Αττ. εὐ-ξυμβ-, -ον, = το επόμ., σε Ηρόδ., Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 21:08, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐσύμβλητος Medium diacritics: εὐσύμβλητος Low diacritics: ευσύμβλητος Capitals: ΕΥΣΥΜΒΛΗΤΟΣ
Transliteration A: eusýmblētos Transliteration B: eusymblētos Transliteration C: efsymvlitos Beta Code: eu)su/mblhtos

English (LSJ)

old Att. εὐξ-, ον, = sq. 1,

   A τέρας Hdt.7.57; ἥδ' οὐκέτ' εὐξὺμβλητος ἡ χρησμῳδία A.Pr.775.

Greek (Liddell-Scott)

εὐσύμβλητος: καὶ ἀρχ. Ἀττ. εὐξύμβλητος, ον, = τῷ ἑπομ., τέρας εὐσ. Ἡρόδ. 7. 57· ἥδ’ οὐκέτ’ εὐξύμβλητοςχρησμῳδία Αἰσχύλ. Πρ. 775.

French (Bailly abrégé)

anc. att. εὐξύμβλητος;
ος, ον :
facile à conjecturer, à deviner.
Étymologie: εὖ, συμβάλλω.

Greek Monolingual

εὐσύμβλητος και εὐξύμβλητος, -ον (Α)
αυτός που μαντεύεται ή κατανοείται εύκολα («ἥδ' οὐκέτ' εὐξύμβλητοςχρησμῳδία», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + συμ-βλητός (< συμβάλλω)].

Greek Monotonic

εὐσύμβλητος: αρχ. Αττ. εὐ-ξυμβ-, -ον, = το επόμ., σε Ηρόδ., Αισχύλ.