θεαρός: Difference between revisions
From LSJ
ἐάν μή διδάξητε περί ἀρετὴς τούς τό ἀργύριον κλέψαντας, οὐ ταξόμεθα οἱ ὁπλῖται → if you don't teach those who have stolen money a lesson on moral virtue, we, the hoplites, will not line up
(16) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[θεαρός]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> [[θεωρός]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>Θεαροί</i><br />[[τίτλος]] έργου του Επιχάρμου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δωρ. τ. του [[θεωρός]]]. | |mltxt=[[θεαρός]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> [[θεωρός]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>Θεαροί</i><br />[[τίτλος]] έργου του Επιχάρμου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δωρ. τ. του [[θεωρός]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''θεᾱρός:''' ὁ, Δωρ. αντί [[θεωρός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:08, 30 December 2018
English (LSJ)
ὁ, Dor. for θεωρός (q.v.): Θεαροί, οἱ, title of poem by Epich., Ath.9.408d.
German (Pape)
[Seite 1190] ὁ, dor. = θεωρός, w. m. s.
Greek (Liddell-Scott)
θεᾱρός: ὁ, Δωρ. ἀντὶ θεωρός, Ἐπίχαρμ. 58 Ahr.
Greek Monolingual
θεαρός, ὁ (Α)
1. θεωρός
2. στον πληθ. Θεαροί
τίτλος έργου του Επιχάρμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δωρ. τ. του θεωρός].
Greek Monotonic
θεᾱρός: ὁ, Δωρ. αντί θεωρός.