καταίβασις: Difference between revisions

From LSJ

κακῶν ἀπέστω θάνατος, ὡς ἴδῃ κακά → of all evils let only death be absent, so he may see evils

Source
(19)
(5)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καταίβασις]], ἡ (Α)<br />[[μετάβαση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ποιητ. τ. του [[κατάβασις]]. Το <i>καται</i>- πιθ. κατ' [[επίδραση]] του <i>καται</i>-[[βάτης]].
|mltxt=[[καταίβασις]], ἡ (Α)<br />[[μετάβαση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ποιητ. τ. του [[κατάβασις]]. Το <i>καται</i>- πιθ. κατ' [[επίδραση]] του <i>καται</i>-[[βάτης]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''καταίβᾰσις:''' -εως, ἡ, ποιητ. αντί [[κατάβασις]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 21:12, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταίβᾰσις Medium diacritics: καταίβασις Low diacritics: καταίβασις Capitals: ΚΑΤΑΙΒΑΣΙΣ
Transliteration A: kataíbasis Transliteration B: kataibasis Transliteration C: kataivasis Beta Code: katai/basis

English (LSJ)

εως, ἡ, poet. for κατάβασις, AP11.23 (Antip.).

Greek (Liddell-Scott)

καταίβᾰσις: -εως, ἡ, ποιητ. ἀντὶ τοῦ κατάβασις, Ἀνθ. Π. 11. 23.

Greek Monolingual

καταίβασις, ἡ (Α)
μετάβαση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητ. τ. του κατάβασις. Το καται- πιθ. κατ' επίδραση του καται-βάτης.

Greek Monotonic

καταίβᾰσις: -εως, ἡ, ποιητ. αντί κατάβασις, σε Ανθ.