ἀρι: Difference between revisions

From LSJ

γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit

Source
(Autenrieth)
(3)
Line 4: Line 4:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=([[root]] ἀρ): [[inseparable]] intensive prefix, [[very]].
|auten=([[root]] ἀρ): [[inseparable]] intensive prefix, [[very]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀρῐ:''' [ᾰ], αχώριστο προθεματικό [[μόριο]], όπως [[ἐρι-]], επιτείνει τη [[σημασία]] που εκφράζεται από τη [[λέξη]] με την οποία συντίθεται· από την [[ίδια]] [[ρίζα]] με [[Ἄρης]], [[ἀρετή]].
}}
}}

Revision as of 21:12, 30 December 2018

German (Pape)

[Seite 350] untrennbares Präfixum der Nomina, den Begriff des Wortes verstärkend, verwandt mit ἀρείων, ἄριστος, ἀρετή, Ἄρης, s. ἀρείων.

English (Autenrieth)

(root ἀρ): inseparable intensive prefix, very.

Greek Monotonic

ἀρῐ: [ᾰ], αχώριστο προθεματικό μόριο, όπως ἐρι-, επιτείνει τη σημασία που εκφράζεται από τη λέξη με την οποία συντίθεται· από την ίδια ρίζα με Ἄρης, ἀρετή.