σφήν: Difference between revisions

From LSJ

Ζήσεις βίον κράτιστον, ἢν θυμοῦ κρατῇς → Vives bene, si sis vacuus iracundia → Am besten lebst du, wenn du deinen Zorn beherrschst

Menander, Monostichoi, 186
(40)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ηνός, ὁ, ΜΑ<br /><b>βλ.</b> [[σφήνα]].
|mltxt=-ηνός, ὁ, ΜΑ<br /><b>βλ.</b> [[σφήνα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σφήν:''' σφηνός, ὁ, [[πάσσαλος]], [[σφήνα]], σε Αριστοφ. κ.λπ., που χρησιμοποιείται ως όργανο βασανισμού, σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 21:14, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφήν Medium diacritics: σφήν Low diacritics: σφην Capitals: ΣΦΗΝ
Transliteration A: sphḗn Transliteration B: sphēn Transliteration C: sfin Beta Code: sfh/n

English (LSJ)

σφηνός, ὁ,

   A wedge, Ar.Ra.801, A.R.1.1204, Arist.Mech.853a19, PCair.Zen.759.2 (iii B.C.), etc.; used as an instrument of torture, A.Pr.64, Plu.2.498d, LXX 4 Ma.8.13, al. [σφην- prob. from σφᾱν-, cf. σφάνιον and v. sub σφηνόπους.]

German (Pape)

[Seite 1050] σφηνός, ὁ, der Keil, Aesch. Prom. 64; – alles Keilförmige, Ar. Ran. 800; Nicom. arithm. 2, 16 führt τεκτονικ οί, οἰκοδομικοί, χαλκευτικοί an, u. erkl. sie ausführlicher; auch ein Marterwerkzeug, Plut. an vit. suff. 2.

Greek (Liddell-Scott)

σφήν: σφηνός, ὁ, ἡ «σφήνα», Ἀριστοφ. Βάτρ. 801, κλπ.· ― ἐν χρήσει ὡς ὄργανον βασανιστικόν, Αἰσχύλ. Πρ. 64, Πλούτ. 2. 498D, Ἰωσήπ. Μακκ. 8. 13, κ. ἀλλ.

French (Bailly abrégé)

σφηνός (ὁ) :
coin :
1 instrument de travail;
2 instrument de torture.
Étymologie: DELG étym. obscure.

Greek Monolingual

-ηνός, ὁ, ΜΑ
βλ. σφήνα.

Greek Monotonic

σφήν: σφηνός, ὁ, πάσσαλος, σφήνα, σε Αριστοφ. κ.λπ., που χρησιμοποιείται ως όργανο βασανισμού, σε Αισχύλ.