αὐτόπολις: Difference between revisions
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
(7) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[αὐτόπολις]], η (Α)<br />ελεύθερη, ανεξάρτητη [[πόλη]]. | |mltxt=[[αὐτόπολις]], η (Α)<br />ελεύθερη, ανεξάρτητη [[πόλη]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''αὐτόπολις:''' ἡ, ελεύθερη πόλη, ανεξάρτητη, σε Θουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:16, 30 December 2018
English (LSJ)
πόλις
A free, independent state, Th.5.79.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτόπολις: πόλις, ἐλευθέρα, ἀνεξάρτητος πόλις, Θουκ. 5. 79.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
cité libre se régissant par elle-même.
Étymologie: αὐτός, πόλις.
Spanish (DGE)
ἡ
libre, independiente de ciu. αὐτόνομοι καὶ αὐτοπόλιες Trat. en Th.5.79.
Greek Monolingual
αὐτόπολις, η (Α)
ελεύθερη, ανεξάρτητη πόλη.
Greek Monotonic
αὐτόπολις: ἡ, ελεύθερη πόλη, ανεξάρτητη, σε Θουκ.