θρόνα: Difference between revisions

From LSJ

κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils

Source
(Bailly1_3)
(5)
Line 4: Line 4:
{{bailly
{{bailly
|btext=ων ([[τά]]) :<br /><i>seul. pl.</i><br /><b>1</b> fleurs en broderie;<br /><b>2</b> <i>postér.</i> plantes médicinales dont on se servait dans les incantations.<br />'''Étymologie:''' cf. <i>skr.</i> trnas « herbe ».
|btext=ων ([[τά]]) :<br /><i>seul. pl.</i><br /><b>1</b> fleurs en broderie;<br /><b>2</b> <i>postér.</i> plantes médicinales dont on se servait dans les incantations.<br />'''Étymologie:''' cf. <i>skr.</i> trnas « herbe ».
}}
{{lsm
|lsmtext='''θρόνα:''' τά,<br /><b class="num">I.</b> μόνο στον πληθ., λουλούδια κεντημένα πάνω σε ύφασμα, διακοσμητικά σχέδια, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> λουλούδια ή βότανα που χρησιμοποιούνται σαν φάρμακα και φυλακτά, σε Θεόκρ. (αμφίβ. προέλ.).
}}
}}

Revision as of 21:16, 30 December 2018

German (Pape)

[Seite 1220] τά, Blumenverzierungen in Geweben, ἱστὸν ὕφαινε, – ἐν δὲ θρόνα ποικίλ' ἔπασσε Il. 22, 440, Schol. ἄνθη; Hesych. καὶ τὰ ἐκ χρωμάτων ποικίλματα; Theocr. 2, 59 νῦν δὲ λαβοῖσα τὺ τὰ θρόνα ταῦθ' ὑπόμαξον τᾶς τήνω φλιᾶς, Zaubermittel, aus Kräutern u. Blumen bereitet, nach dem Schol. ätolisch für φάρμακα; vgl. Nonn. D. 37, 415 πῆ θρόνα, πῆ βοτάναι, πῆ φάρμακα ποικίλα Κίρκης; Lycophr. 674 Nic. Th. 936, der 413 θρόνα πάντα καὶ ἀλθεστήρια νούσων vrbdt.

French (Bailly abrégé)

ων (τά) :
seul. pl.
1 fleurs en broderie;
2 postér. plantes médicinales dont on se servait dans les incantations.
Étymologie: cf. skr. trnas « herbe ».

Greek Monotonic

θρόνα: τά,
I. μόνο στον πληθ., λουλούδια κεντημένα πάνω σε ύφασμα, διακοσμητικά σχέδια, σε Ομήρ. Ιλ.
II. λουλούδια ή βότανα που χρησιμοποιούνται σαν φάρμακα και φυλακτά, σε Θεόκρ. (αμφίβ. προέλ.).