κλάδιον: Difference between revisions

From LSJ

νᾶφε καὶ μέμνασο ἀπιστεῖν → keep a clear head and remember not to believe a thing (Epicharmus fr. 250)

Source
(6_21)
(5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κλάδιον''': τό, (διάφ. γραφ. κλαδίον) ὑποκορ. τοῦ [[κλάδος]], Ἀνθ. Π. 9. 78, Λιβάν. 1. 502, κτλ.
|lstext='''κλάδιον''': τό, (διάφ. γραφ. κλαδίον) ὑποκορ. τοῦ [[κλάδος]], Ἀνθ. Π. 9. 78, Λιβάν. 1. 502, κτλ.
}}
{{lsm
|lsmtext='''κλάδιον:''' τό, υποκορ. του [[κλάδος]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 21:16, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλάδιον Medium diacritics: κλάδιον Low diacritics: κλάδιον Capitals: ΚΛΑΔΙΟΝ
Transliteration A: kládion Transliteration B: kladion Transliteration C: kladion Beta Code: kla/dion

English (LSJ)

[ᾰ], τό, Dim. of κλάδος,

   A twig or shoot, ἀγρώστεως prob. in Philum. ap. Aët.5.124; κλαδίοις ἐλαιῶν αἰτοῦντες Lib.Or.16.46, cf. BGU1051.13 (i A.D.).

German (Pape)

[Seite 1445] τό, dim. zu κλάδος, kleiner Zweig; Leon. Tar. 44 (IX, 78); Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

κλάδιον: τό, (διάφ. γραφ. κλαδίον) ὑποκορ. τοῦ κλάδος, Ἀνθ. Π. 9. 78, Λιβάν. 1. 502, κτλ.

Greek Monotonic

κλάδιον: τό, υποκορ. του κλάδος, σε Ανθ.