ἱππευτής: Difference between revisions
From LSJ
Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft
(17) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἱππευτής]], ὁ (Α)<br />[[ιππεύω]]<br /><b>1.</b> αυτός που ιππεύει, [[ιππέας]], [[έφιππος]]<br /><b>2.</b> <b>ως επίθ.</b> [[ιππικός]], [[ικανός]] στην [[ίππευση]] και στην [[ιππομαχία]] (α. «ἱππευταὶ Τρῶες», Βακχ. β. «ἱππευτὴς [[στρατός]]», <b>Ευρ.</b>). | |mltxt=[[ἱππευτής]], ὁ (Α)<br />[[ιππεύω]]<br /><b>1.</b> αυτός που ιππεύει, [[ιππέας]], [[έφιππος]]<br /><b>2.</b> <b>ως επίθ.</b> [[ιππικός]], [[ικανός]] στην [[ίππευση]] και στην [[ιππομαχία]] (α. «ἱππευταὶ Τρῶες», Βακχ. β. «ἱππευτὴς [[στρατός]]», <b>Ευρ.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἱππευτής:''' -οῦ, ὁ, [[ιππέας]], [[έφιππος]], [[καβαλάρης]], σε Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:20, 30 December 2018
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A rider, horseman, Pi.P.9.123: as Adj., Τρῶες B.12.160; στρατός E.HF408 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
ἱππευτής: -οῦ, ὁ ἱππεύς, ἔφιππος, Πινδ. Π. 9. 217· ἱππευτὴς στρατὸς Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 408.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 qui va à cheval;
2 cavalier.
Étymologie: ἱππεύω.
Greek Monolingual
ἱππευτής, ὁ (Α)
ιππεύω
1. αυτός που ιππεύει, ιππέας, έφιππος
2. ως επίθ. ιππικός, ικανός στην ίππευση και στην ιππομαχία (α. «ἱππευταὶ Τρῶες», Βακχ. β. «ἱππευτὴς στρατός», Ευρ.).