ἄπαργμα: Difference between revisions
τὸ ἐμόν γ' ἐμοὶ λέγεις ὄναρ → you are telling me what I know already, you are telling me my own dream
(5) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἄπαργμα]], το (Α) [[απάρχω]]<br /><b>1.</b> [[απαρχή]]<br /><b>2.</b> ο [[πρώτος]] [[καρπός]] της σοδειάς. | |mltxt=[[ἄπαργμα]], το (Α) [[απάρχω]]<br /><b>1.</b> [[απαρχή]]<br /><b>2.</b> ο [[πρώτος]] [[καρπός]] της σοδειάς. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἄπαργμα:''' -ατος, τό = [[ἀπαρχή]], κατά κανόνα στον πληθ., σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:24, 30 December 2018
English (LSJ)
ατος, τό,
A = ἀπαρχή (q.v.), in pl., Ar.Pax1056, Lyc. 106. II = μασχαλίσματα, EM118.22.
German (Pape)
[Seite 280] τό, Erstlingsopfer, τἀπάργματα Ar. Pax 1056; Lycophr. 106; Plut. fort. Rom. 10.
Greek (Liddell-Scott)
ἄπαργμα: -ατος, τό, = ἀπαρχή, (ὃ ἴδε), καὶ ὡς ἐκεῖνο οὕτω καὶ τοῦτο τὸ πλεῖστον (ἂν οὐχὶ πάντοτε) κατὰ πληθ., Ἀριστοφ. Εἰρ. 1056, Λυσ. 106· ἀπάργματα ὧν αἱ ὧραι φέρουσιν ἐν Συλλ. Ἐπιγραφ. (Προσθ.) 24651. ΙΙ. ἐν Αἰσχύλου Ἀποσπ. 381: = μασχαλίσματα.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
gener. en plu.
1 primicia(s) δὸς τἀπάργματα Ar.Pax 1056, μηλάτων ἀπάργματα las primicias de los rebaños Lyc.106, πέμψας ἄπαργμα Διί IG 9(2).1135.6 (I a.C.), cf. Tz.Comm.Ar.1.153.5, ἀπάργματα καὶ λοιβήν Plu.2.323b.
2 partes mutiladas de un cadáver de las que se hacía un uso ritual para evitar la venganza del muerto EM 118.22.
Greek Monolingual
ἄπαργμα, το (Α) απάρχω
1. απαρχή
2. ο πρώτος καρπός της σοδειάς.
Greek Monotonic
ἄπαργμα: -ατος, τό = ἀπαρχή, κατά κανόνα στον πληθ., σε Αριστοφ.