ἀποδημητής: Difference between revisions
From LSJ
Τὸ κέρδος ἡγοῦ κέρδος, ἂν δίκαιον ᾖ → Lucrum esse lucrum crede, si iustum est lucrum → Gewinn sei dir Gewinn, wenn er auf Recht beruht
(5) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀποδημητής]], ο (Α)<br />αυτός που ξενιτεύεται, που ταξιδεύει. | |mltxt=[[ἀποδημητής]], ο (Α)<br />αυτός που ξενιτεύεται, που ταξιδεύει. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀποδημητής:''' -οῦ, ὁ, αυτός που ζει ή ταξιδεύει στα [[ξένα]], σε Θουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:24, 30 December 2018
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A one who goes abroad, is not tied to his home, opp. ἐνδημότατος, Th.1.70.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποδημητής: -οῦ, ὁ, ὁ ἀποδημῶν, ὁ ζῶν ἐν τῇ ἀλλοδαπῇ, ὁ μὴ ἐνδημῶν, ὁ ταξειδεύων, καὶ ἀποδημηταὶ πρὸς ἐνδημοτάτους Θουκ. 1. 70, πρβλ. Πολυδ. Θ΄, 9.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
qui voyage à l’étranger.
Étymologie: ἀποδημέω.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
alguien que está ausente, en el extranjeroop. ἐνδημότατος Th.1.70.
Greek Monolingual
ἀποδημητής, ο (Α)
αυτός που ξενιτεύεται, που ταξιδεύει.
Greek Monotonic
ἀποδημητής: -οῦ, ὁ, αυτός που ζει ή ταξιδεύει στα ξένα, σε Θουκ.