μηχανιώτης: Difference between revisions
From LSJ
ἄλλος Ἡρακλῆς, ἄλλος αὐτός → close friendship, close friend, another Hercules—another self, another Heracles—another self
(25) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μηχανιώτης]], ὁ (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) [[επινοητικός]], [[εφευρετικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μηχανή]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιώτης</i> [[κατά]] το <i>ἀγγελ</i>-<i>ιώτης</i>]. | |mltxt=[[μηχανιώτης]], ὁ (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) [[επινοητικός]], [[εφευρετικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μηχανή]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιώτης</i> [[κατά]] το <i>ἀγγελ</i>-<i>ιώτης</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μηχᾰνιώτης:''' -ου, ὁ, [[επινοητικός]], σε Ομηρ. Ύμν. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:32, 30 December 2018
English (LSJ)
ου, ὁ,
A contriver, h.Merc.436.
German (Pape)
[Seite 181] ὁ, poet, = μηχανητής, H. h. Merc. 436.
Greek (Liddell-Scott)
μηχᾰνιώτης: -ου, ὁ, ποιητ. ἀντὶ τοῦ μηχανητής, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 436.
Greek Monolingual
μηχανιώτης, ὁ (Α)
(ποιητ. τ.) επινοητικός, εφευρετικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηχανή + κατάλ. -ιώτης κατά το ἀγγελ-ιώτης].
Greek Monotonic
μηχᾰνιώτης: -ου, ὁ, επινοητικός, σε Ομηρ. Ύμν.