ἐκκεχυμένως: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → if you are studious, you will become learned

Source
(10)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐκκεχυμένως]] <b>επίρρ.</b> (Α)<br /><b>1.</b> άφθονα, πλουσιοπάροχα<br /><b>2.</b> με [[πολυτέλεια]]<br /><b>3.</b> ανεπιφύλακτα.
|mltxt=[[ἐκκεχυμένως]] <b>επίρρ.</b> (Α)<br /><b>1.</b> άφθονα, πλουσιοπάροχα<br /><b>2.</b> με [[πολυτέλεια]]<br /><b>3.</b> ανεπιφύλακτα.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐκκεχῠμένως:''' επιρρ. μτχ. Παθ. παρακ., άφθονα, πλούσια, υπερβολικά, σε Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 21:36, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκκεχῠμένως Medium diacritics: ἐκκεχυμένως Low diacritics: εκκεχυμένως Capitals: ΕΚΚΕΧΥΜΕΝΩΣ
Transliteration A: ekkechyménōs Transliteration B: ekkechymenōs Transliteration C: ekkechymenos Beta Code: e)kkexume/nws

English (LSJ)

Adv.pf.part.Pass. of ἐκχέω,

   A profusely, extravagantly, ἐ. ζῆν Isoc.15.207 ; ἐ. λέγειν without reserve, Pl.Euthphr.3d ; ἀγαπᾶν Aristaenet.2.16 ; πράττειν τι Just.Nov.74.4.

German (Pape)

[Seite 762] ausgegossen; λέγειν, aussühklich, Plat. Euthyphr. 3 d; καὶ ῥᾳθύμως ζῆν, ausgelassen, Isocr. 15, 207; ἀγαπᾶν, übermäßig, Aristaen. 2, 16.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκκεχυμένως: ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ ἐκχέω, ἀφθόνως, δαψιλῶς, πολυτελῶς, ἐκκεχ. Ζῆν, Λατ. effuse vivere, Ἰσοκρ. Ἀντιδ. § 222 (207)· ἐκκεχ. λέγειν, ἀμέτρως, ἀφειδῶς, Πλάτ. Εὐθύφρων 3D· ἀγαπᾶν Ἀρισταίν. 2. 16.

French (Bailly abrégé)

adv.
avec effusion.
Étymologie: part. pf. Pass. de ἐκχέω.

Spanish (DGE)

adv. sobre el part. perf. pas. de ἐκχέω con derroche, desenfrenadamente ζῆν Isoc.15.207, κολακεύειν Plu.Eum.13, ἀναλίσκειν Lib.Or.11.135, cf. D.S.33.9, Poll.3.129
profusamente, sin reservas ἐ. παντὶ ἀνδρὶ λέγειν Pl.Euthphr.3d, λίαν ἐ. ἠγάπων Aristaenet.2.16.18, ἐ. πρὸς τὰ πένθη διάκειμαι Iambl.VP 123, μὴ ... ἐ. καὶ ἀναποδείκτως τοῦτο πραττέτω Iust.Nou.74.4.

Greek Monolingual

ἐκκεχυμένως επίρρ. (Α)
1. άφθονα, πλουσιοπάροχα
2. με πολυτέλεια
3. ανεπιφύλακτα.

Greek Monotonic

ἐκκεχῠμένως: επιρρ. μτχ. Παθ. παρακ., άφθονα, πλούσια, υπερβολικά, σε Πλάτ.