ἀποσμύχομαι: Difference between revisions

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
(5)
(3)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=άποσμύχομαι (Α) [[σμύχω]]<br />σιγοκαίγομαι.
|mltxt=άποσμύχομαι (Α) [[σμύχω]]<br />σιγοκαίγομαι.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀποσμύχομαι:''' [ῡ], αόρ. βʹ -εσμύγην [ῠ], Παθ., αναλώνομαι, τήκομαι σε σιγανή [[φωτιά]], [[λιώνω]] εντελώς, σε Λουκ.
}}
}}

Revision as of 21:36, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποσμύχομαι Medium diacritics: ἀποσμύχομαι Low diacritics: αποσμύχομαι Capitals: ΑΠΟΣΜΥΧΟΜΑΙ
Transliteration A: aposmýchomai Transliteration B: aposmychomai Transliteration C: aposmychomai Beta Code: a)posmu/xomai

English (LSJ)

[ῡ], Pass.,

   A to be consumed as by a slow fire, waste, pine away, Luc.DMort.6.3.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποσμύχομαι: [ῡ], παθ. τήκομαι, καταναλίσκομαι διὰ βραδέος πυρός, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 6. 3· κατατήκομαι, φθείρομαι, ἔνθα ὅμως ὁ Hemst. εἰκάζει ἀπομυγέντες (ἐκ τοῦ ἀπομύσσω), ἠπατημένοι, emuncti.

Greek Monolingual

άποσμύχομαι (Α) σμύχω
σιγοκαίγομαι.

Greek Monotonic

ἀποσμύχομαι: [ῡ], αόρ. βʹ -εσμύγην [ῠ], Παθ., αναλώνομαι, τήκομαι σε σιγανή φωτιά, λιώνω εντελώς, σε Λουκ.