ἀπότιμος: Difference between revisions
αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind
(6) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀπότιμος]], -ον (Α) [[τιμή]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν τον τιμούν<br /><b>2.</b> «ἀπότιμα χρήματα» — υπέγγυα, καθορισμένα για [[ενέχυρο]]. | |mltxt=[[ἀπότιμος]], -ον (Α) [[τιμή]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν τον τιμούν<br /><b>2.</b> «ἀπότιμα χρήματα» — υπέγγυα, καθορισμένα για [[ενέχυρο]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀπότῑμος:''' -ον ([[τιμή]]), αυτός που έχει αποκλεισθεί από την [[απόδοση]] [[τιμής]] στο πρόσωπό του, ατιμασμένος, σε Ηρόδ., Σοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:36, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A put away from honour, stronger than ἄτιμος, Hdt.2.167 (Comp.), S.OT215 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 331] (τιμή), 1) = ἄτιμος, Soph. O. R. 215; Her. 2, 167. – 2) ἀπότιμα χρήματα, = ἀποτιμήματα, Dem.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπότῑμος: -ον, ὁ μακρὰν πάσης τιμῆς, ἐντονώτερον τοῦ ἄτιμος, Ἡρόδ. 2. 167· τὸν ἀπότιμον ἐν θεοῖς θεὸν Σοφ. Ο. Τ. 215, πρβλ. ἀπόμισθος, ἀπόξενος. 2) ἀπότιμα χρήματα, τὰ ἀποτετιμημένα, ὑπέγγυα, ὑποτεθέντα, Δημ. σ. 866.2.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non honoré, non estimé ; déshonoré.
Étymologie: ἀπό, τιμή.
Spanish (DGE)
(ἀπότῑμος) -ον
despreciado ὁρῶν ... πάντας τοὺς βαρβάρους ἀποτιμοτέρους τῶν ἄλλων ἡγημένους πολιητέων τοὺς τὰς τέχνας μανθάνοντας viendo que todos los bárbaros consideran los más despreciados de todos los ciudadanos a los que aprenden oficios Hdt.2.167, τὸν ἀπότιμον ἐν θεοῖς de Ares, S.OT 215.
Greek Monolingual
ἀπότιμος, -ον (Α) τιμή
1. αυτός που δεν τον τιμούν
2. «ἀπότιμα χρήματα» — υπέγγυα, καθορισμένα για ενέχυρο.
Greek Monotonic
ἀπότῑμος: -ον (τιμή), αυτός που έχει αποκλεισθεί από την απόδοση τιμής στο πρόσωπό του, ατιμασμένος, σε Ηρόδ., Σοφ.