ἄσπασμα: Difference between revisions

From LSJ

Νέοις τὸ σιγᾶν κρεῖττόν ἐστιν τοῦ λαλεῖν → Sermone melius est iuveni silentium → Es schweigen besser, statt zu schwätzen, junge Leut'

Menander, Monostichoi, 387
(6)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἄσπασμα]], το (Α) [[ασπάζομαι]]<br /><b>1.</b> το [[αγκάλιασμα]], το [[χάδι]]<br /><b>2.</b> το αγαπητό [[πράγμα]], το πολύτιμο.
|mltxt=[[ἄσπασμα]], το (Α) [[ασπάζομαι]]<br /><b>1.</b> το [[αγκάλιασμα]], το [[χάδι]]<br /><b>2.</b> το αγαπητό [[πράγμα]], το πολύτιμο.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἄσπασμα:''' -ατος, τό ([[ἀσπάζομαι]]), [[χαιρετισμός]], [[ιδίως]] σε πληθ., εναγκαλισμοί, σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 21:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄσπασμα Medium diacritics: ἄσπασμα Low diacritics: άσπασμα Capitals: ΑΣΠΑΣΜΑ
Transliteration A: áspasma Transliteration B: aspasma Transliteration C: aspasma Beta Code: a)/spasma

English (LSJ)

ατος, τό, = sq., esp. in pl.,

   A embraces, E.Hec.829, Ph.2.77, Artem.1.10, etc.    II thing embraced, dear one, Plu.2.608e.

German (Pape)

[Seite 373] τό, Umarmung, Liebkosung, Eur. Hec. 829 u. öfter; Gruß, Crinag. 27 (IX, 562); – das Umarmte, der geliebte Gegenstand, Plut. cons. ad ux. 3.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 τὰ ἀσπάσματα embrassements;
2 objet aimé.
Étymologie: ἀσπάζομαι.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
I 1plu. abrazos, caricias, besos φίλας ἡδονὰς ἀσπασμάτων ἔχω E.El.596, τῶν ἐν εὐνῇ φιλτάτων ἀσπασμάτων E.Hec.829, cf. Tr.1187, IT 376, Ph.2.77, Luc.Am.53, Ach.Tat.5.8.3.
2 sg. amado, objeto del amor πάντων ἥδιστον ἡμῖν ἄ. καὶ θέαμα καὶ ἄκουσμα Plu.2.608e.
II plu. saludo ψιττακὸς ... αἰεὶ δ' ἐκμελετῶν ἀσπάσμασι Καίσαρα κλεινόν AP 9.562.3 (Crin.).

Greek Monolingual

ἄσπασμα, το (Α) ασπάζομαι
1. το αγκάλιασμα, το χάδι
2. το αγαπητό πράγμα, το πολύτιμο.

Greek Monotonic

ἄσπασμα: -ατος, τό (ἀσπάζομαι), χαιρετισμός, ιδίως σε πληθ., εναγκαλισμοί, σε Ευρ.