αὐτόδηλος: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν → I was not born to hate, but to love.

Sophocles, Antigone, 523
(7)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[αὐτόδηλος]], -ον) [[δήλος]]<br />[[ολοφάνερος]] [[αυταπόδεικτος]].
|mltxt=-η, -ο (AM [[αὐτόδηλος]], -ον) [[δήλος]]<br />[[ολοφάνερος]] [[αυταπόδεικτος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''αὐτόδηλος:''' -ον, [[αυταπόδεικτος]], [[κατάδηλος]], σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 21:48, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτόδηλος Medium diacritics: αὐτόδηλος Low diacritics: αυτόδηλος Capitals: ΑΥΤΟΔΗΛΟΣ
Transliteration A: autódēlos Transliteration B: autodēlos Transliteration C: aftodilos Beta Code: au)to/dhlos

English (LSJ)

ον,

   A self-evident, A.Th.848 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

αὐτόδηλος: -ον, ὁ ἀφ’ ἑαυτοῦ φανερός, Αἰσχύλ. Θηβ. 848· οὕτω καὶ ὁ Δινδ. ἐν Ἀριστοφ. Σφ. 463.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
évident de soi-même.
Étymologie: αὐτός, δῆλος.

Spanish (DGE)

-ον evidente por sí mismo τάδε A.Th.848.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM αὐτόδηλος, -ον) δήλος
ολοφάνερος αυταπόδεικτος.

Greek Monotonic

αὐτόδηλος: -ον, αυταπόδεικτος, κατάδηλος, σε Αισχύλ.