ἀχάλκωτος: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562
(7)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀχάλκωτος]], -ον) [[[χαλκώ]] (-<i>όω</i>)]<br />αυτός που δεν έχει επιχαλκωθεί<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[χωρίς]] χρήματα.
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀχάλκωτος]], -ον) [[[χαλκώ]] (-<i>όω</i>)]<br />αυτός που δεν έχει επιχαλκωθεί<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[χωρίς]] χρήματα.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀχάλκωτος:''' -ον ([[χαλκόω]]), μη [[χάλκινος]], αυτός που δεν έχει χρήματα, σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 21:48, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀχάλκωτος Medium diacritics: ἀχάλκωτος Low diacritics: αχάλκωτος Capitals: ΑΧΑΛΚΩΤΟΣ
Transliteration A: achálkōtos Transliteration B: achalkōtos Transliteration C: achalkotos Beta Code: a)xa/lkwtos

English (LSJ)

ον, lit.

   A not brazened: without money, κυνοῦχος AP6.298 (Leon.).

German (Pape)

[Seite 417] κυνοῦχος, nicht mit Erz beschlagen, Leon. Tar. 11 (VI, 298).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non garni de (clous de) cuivre (collier de chien).
Étymologie: ἀ, χαλκόω.

Spanish (DGE)

-ον carente de dinero κυνοῦχον AP 6.298 (Leon.).

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀχάλκωτος, -ον) [[[χαλκώ]] (-όω)]
αυτός που δεν έχει επιχαλκωθεί
αρχ.
ο χωρίς χρήματα.

Greek Monotonic

ἀχάλκωτος: -ον (χαλκόω), μη χάλκινος, αυτός που δεν έχει χρήματα, σε Ανθ.