ἀχάλκωτος: Difference between revisions
From LSJ
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
(7) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀχάλκωτος]], -ον) [[[χαλκώ]] (-<i>όω</i>)]<br />αυτός που δεν έχει επιχαλκωθεί<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[χωρίς]] χρήματα. | |mltxt=-η, -ο (Α [[ἀχάλκωτος]], -ον) [[[χαλκώ]] (-<i>όω</i>)]<br />αυτός που δεν έχει επιχαλκωθεί<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[χωρίς]] χρήματα. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀχάλκωτος:''' -ον ([[χαλκόω]]), μη [[χάλκινος]], αυτός που δεν έχει χρήματα, σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:48, 30 December 2018
English (LSJ)
ον, lit.
A not brazened: without money, κυνοῦχος AP6.298 (Leon.).
German (Pape)
[Seite 417] κυνοῦχος, nicht mit Erz beschlagen, Leon. Tar. 11 (VI, 298).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non garni de (clous de) cuivre (collier de chien).
Étymologie: ἀ, χαλκόω.
Spanish (DGE)
-ον carente de dinero κυνοῦχον AP 6.298 (Leon.).
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀχάλκωτος, -ον) [[[χαλκώ]] (-όω)]
αυτός που δεν έχει επιχαλκωθεί
αρχ.
ο χωρίς χρήματα.
Greek Monotonic
ἀχάλκωτος: -ον (χαλκόω), μη χάλκινος, αυτός που δεν έχει χρήματα, σε Ανθ.