αὐτόφωνος: Difference between revisions
From LSJ
Κρεῖττον σιωπᾶν ἐστιν ἢ λαλεῖν μάτην → Silentium anteferendum est vaniloquentiae → Das Schweigen übertrifft vergebliches Geschwätz
(7) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[αὐτόφωνος]], -ον (Α) [[φωνή]]<br />Ι. (φρ. «χρησμὸς [[αὐτόφωνος]]» — [[χρησμός]] που τον απαγγέλλει ο [[ίδιος]] ο [[θεός]]<br />||. <b>επίρρ.</b> <i>αὐτοφώνως</i><br />με την [[ίδια]] τη [[φωνή]] κάποιου. | |mltxt=[[αὐτόφωνος]], -ον (Α) [[φωνή]]<br />Ι. (φρ. «χρησμὸς [[αὐτόφωνος]]» — [[χρησμός]] που τον απαγγέλλει ο [[ίδιος]] ο [[θεός]]<br />||. <b>επίρρ.</b> <i>αὐτοφώνως</i><br />με την [[ίδια]] τη [[φωνή]] κάποιου. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''αὐτόφωνος:''' -ον ([[φωνή]]), αυτός που ηχεί από [[μόνος]] του, χρησμὸς [[αὐτόφωνος]], [[χρησμός]] που τον έστειλε ο [[ίδιος]] ο [[θεός]], σε Λουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:52, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A self-sounding, χρησμὸς αὐ. an oracle delivered by the god himself, Luc.Alex.26.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτόφωνος: -ον, ὁ ἀφ’ ἑαυτοῦ ἠχῶν, χρησμὸς αὐτ., ὃν αὐτὸς ὁ θεὸς ἀπήγγειλε, Λουκ. Ἀλέξ. 26. ― Ἐπίρρ. -νως Βασίλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui parle lui-même.
Étymologie: αὐτός, φωνή.
Spanish (DGE)
-ον
1 αὐ. χρησμός oráculo pronunciado por el mismo dios sin mediación, Luc.Alex.26.
2 adv. -ως con su propia boca Basil.M.31.324C.
Greek Monolingual
αὐτόφωνος, -ον (Α) φωνή
Ι. (φρ. «χρησμὸς αὐτόφωνος» — χρησμός που τον απαγγέλλει ο ίδιος ο θεός
Greek Monotonic
αὐτόφωνος: -ον (φωνή), αυτός που ηχεί από μόνος του, χρησμὸς αὐτόφωνος, χρησμός που τον έστειλε ο ίδιος ο θεός, σε Λουκ.