ἀχρώματος: Difference between revisions
From LSJ
Ξένῳ μάλιστα συμφέρει τὸ σωφρονεῖν → Bene se modeste gerere peregrinum decet → Den größten Nutzen bringt dem Gast Bescheidenheit
(7) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀχρώματος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> ο [[χωρίς]] [[χρώμα]], [[άχρωμος]]<br /><b>2.</b> όποιος δεν κοκκινίζει από [[ντροπή]], [[ανερυθρίαστος]], [[αδιάντροπος]]. | |mltxt=[[ἀχρώματος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> ο [[χωρίς]] [[χρώμα]], [[άχρωμος]]<br /><b>2.</b> όποιος δεν κοκκινίζει από [[ντροπή]], [[ανερυθρίαστος]], [[αδιάντροπος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀχρώματος:''' -ον ([[χρῶμα]]), [[άχρωμος]], σε Πλάτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:52, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A colourless, Pl.Phdr.247c, Plu.2.97b, etc. 2 unblushing, shameless, Suid. s.v. ἄχρωμος.
German (Pape)
[Seite 420] (χρῶμα), ohne Farbe, Plat. Phaedr. 247 c. Nach B. A. p. 475 = ἀναιδής.
Greek (Liddell-Scott)
ἀχρώματος: -ον, ὁ στερούμενος χρώματος, Πλάτ. Φαῖδρ. 247C, Πλούτ. 297Α. 2) ὁ μὴ ἐρυθριῶν, ἀναιδής, Α Β. 475, 9, Σουΐδ. ἐν λέξει ἄχρωμος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sans couleur.
Étymologie: ἀ, χρῶμα.
Spanish (DGE)
-ον
1 incoloro οὐσία Pl.Phdr.247c, Plu.2.97a, cf. Poll.5.169.
2 que no se ruboriza, desvergonzado Sud.s.u. ἄχρωμος.
Greek Monolingual
ἀχρώματος, -ον (Α)
1. ο χωρίς χρώμα, άχρωμος
2. όποιος δεν κοκκινίζει από ντροπή, ανερυθρίαστος, αδιάντροπος.